Η ημέρα που ο ΟΠΕΚ θα εγκαταλείψει το δολάριο...

ΑΠΟΨΗ
Τρίτη, 20 Νοεμβρίου 2007 12:11
UPD:12:21
A- A A+

Η ΣΥΝΕΧΗΣ πτώση του δολαρίου δημιουργεί πλέον αβεβαιότητες στις διεθνείς αγορές χρήματος -αβεβαιότητες οι οποίες ενισχύονται και από τα σημαντικά λάθη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και το στρατιωτικό κόστος της. Συνεπώς, η εκδοχή να υιοθετήσουν το ευρώ έναντι του δολαρίου οι χώρες παραγωγοί πετρελαίου, κάθε άλλο παρά εξωπραγματική είναι.

Μπορεί κάποιες οικονομικές εξελίξεις να φαντάζουν ως απίστευτα σενάρια οικονομικής φαντασίας, ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι πολλά σημαντικά ανθρώπινα σχέδια σπανίως έχουν προβλεφθεί, ακόμα και από τους πλέον έγκυρους ειδικούς. Ενδεχομένως, μόνον κάποιοι εικονοκλάστες μελλοντολόγοι να τα είχαν κατά νουν. Πάντως, ορισμένες οικονομικές πραγματικότητες μπορούν να ανατραπούν, ακόμα και στις περιπτώσεις που φαίνονται να έχουν αμετακίνητο ιστορικό χαρακτήρα.

Μια παρόμοια πραγματικότητα είναι αυτή του τριακονταετούς δεσμού ανάμεσα στο δολάριο και στο πετρέλαιο. Ως γνωστόν, το 1973, όταν τα περισσότερα κράτη παραγωγοί πετρελαίου τετραπλασίασαν την τιμή του, συνέδεσαν τις τιμές του μαύρου χρυσού με το πράσινο αμερικανικό νόμισμα, γεγονός με τεράστια οικονομική σημασία. Διότι, με τα χρόνια, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα γέμισε με τα αποκαλούμενα «πετροδολάρια», τα οποία οι τράπεζες ανακύκλωναν υπό μορφή δανείων.

Κατ' επέκταση, το δολάριο καθιερωνόταν και ως παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Συνεπώς, οι ανά τον κόσμο αποταμιευτές ήθελαν να αποταμιεύουν και να αποθησαυρίζουν δολάρια, τα οποία σε κρατικής οικονομίας χώρες και σε έντονα παρεμβατικές, όπως η Ελλάδα, πωλούνταν πολύ παραπάνω από την αξία τους στη μαύρη αγορά.

Επίσης, η αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό, το 1971, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την νομισματική προσωπικότητα του αμερικανικού νομίσματος, με αποτέλεσμα το διεθνές αποταμιευτικό κοινό να παρακολουθεί από κοντά τη συμπεριφορά των αγορών έναντι της αμερικανικής κυβερνήσεως και των οικονομικών επιλογών της.

Η σοβαρή αυτή εξέλιξη στα παγκόσμια νομισματικά δεδομένα οδηγεί τις κεντρικές τράπεζες στο να πωλήσουν μέρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό, αλλά και στο να δώσουν μεγάλη προσοχή στη διαχείριση του συναλλάγματος.

Με αυξομειώσεις επιτοκίων και με αγοραπωλησίες συναλλάγματος, οι κεντρικές τράπεζες -ιδιαίτερα από το 1973 και μετά- εφαρμόζουν πλέον ένα συγκροτημένο συναλλαγματικό μάνατζμεντ, ενώ παράλληλα αλλάζουν και οι δομές των παγκοσμίων αγορών, οι οποίες γίνονται όλο και περισσότερο αβέβαιες και κυμαινόμενες και προσφέρονται σε ισχυρά κερδοσκοπικά παιχνίδια.

Αντικατοπτρίζουν δε μία συλλογική κερδοσκοπία έναντι του μέλλοντος, της οποίας κύρια συστατικά στοιχεία είναι η αμερικανική εξωτερική πολιτική, η τιμή του πετρελαίου, οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η Μέση Ανατολή, η πορεία της Ευρώπης και η οικολογία.

Με τα χρόνια, οι παγκόσμιες συναλλαγματικές πράξεις και νομισματικές συναλλαγές αυξάνονται και σήμερα, μαζί με τις παγκόσμιες κινήσεις των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων, αντιπροσωπεύουν τζίρο 1,5 τρισ. δολάρια ημερησίως. Όμως, η φυσική και λογιστική παρουσία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος στις παγκόσμιες αγορές αλλάζει, για μιαν ακόμη φορά, τη δομή και τις συμπεριφορές τους. Προς την κατεύθυνση αυτή, όμως, συμβάλλει και η πορεία της αμερικανικής οικονομίας.

Ως γνωστόν, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, το αμερικανικό δολάριο έχασε το 30% της αξίας του έναντι του ευρώ, με την κυβέρνηση Μπους να ενισχύει τη θετική πλευρά της υποτίμησης αυτής. Δηλαδή, να υποστηρίζει ότι το υποτιμημένο δολάριο ευνοεί τις αμερικανικές εξαγωγές, οι οποίες με την άνοδό τους καλύπτουν μέρος του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος (5,2% του ΑΕΠ).

Και, παρά το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρώην υπουργός Οικονομικών χαρακτηρίζει αυτή την πολιτική «άφρονα», ο πρόεδρος Μπους τη συνεχίζει, οι δε διεθνείς αποταμιευτές και κερδοσκόποι την λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψη τους -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Και οι τελευταίες, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από την τελευταία κρίση, παίζουν τον καθοριστικότερο ρόλο στην πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Τις εβδομάδες που πέρασαν, η πιστωτική κρίση στην αμερικανική αγορά ακινήτων οδήγησε σε αστάθεια των διεθνών χρηματαγορών, οι οποίες έδειξαν πόσο επηρεάζονται πλέον από τα περίφημα hedge funds, όπως και από τα ιδιωτικά επενδυτικά ταμεία (private equity funds), που είναι από τους σοβαρότερους ρυθμιστές της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας.

Ακόμα περισσότερο, αυτοί οι νέοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί επηρεάζουν και τις επιχειρηματικές επιλογές, προκαλώντας σοβαρές ανακατατάξεις και στην έννοια του επιχειρείν. Αν, στο νέο αυτό περιβάλλον, προστεθούν η υπερχρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών, η μηδενική αμερικανική αποταμίευση, τα δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ λόγω στρατιωτικών δαπανών, καθώς και η μείωση της φορολογίας, τότε, πολύ απλά, πολλοί ξένοι επενδυτές πωλούν δολάρια -αλλά, σε κάποιο βαθμό, και άλλες αμερικανικές αξίες. Γιατί; Μα, διότι έχει κλονισθεί η εμπιστοσύνη τους έναντι των ΗΠΑ.

Φεύγοντας, όμως, από το δολάριο, οι διεθνείς επενδυτές αγοράζουν όλο και περισσότερο ευρώ και παράλληλα επενδύουν σε ευρωπαϊκές κινητές αξίες. Με τον τρόπο αυτόν, οι διεθνείς αγορές σταθεροποιούνται, ενώ το ευρώ αντιπροσωπεύει το 35% της παγκόσμιας αποταμίευσης και των συναλλαγών που την τροφοδοτούν.

Εκ των πραγμάτων, οι διεθνείς επενδυτές συνειδητοποιούν ότι οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας είναι τέτοιες ώστε η αμερικανική οικονομία να μην μπορεί να απορροφήσει μέγα μέρος από τις παγκόσμιες εξαγωγές και να παραμείνει ατμομηχανή της διεθνούς οικονομίας.

Συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν οι διεθνείς επενδυτές να απομακρύνονται από το δολάριο, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να υποτιμηθεί έναντι του ευρώ ακόμα και 20%. Όσο για τις χώρες που έχασαν χρήματα με την πτώση του δολαρίου, θα συνεχίσουν να αγοράζουν περισσότερα ευρώ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τί μπορεί να πράξει ο ΟΠΕΚ; Τί θα μπορούσε να συμβεί, αν αποφάσιζε επισήμως να μετατρέψει την διεθνή τιμή του πετρελαίου από δολάρια σε ευρώ; Μια τέτοια εκδοχή οι οικονομικοί σύμβουλοι του ΟΠΕΚ την θεωρούν, όπως λένε, «αδιανόητη». Προβάλλουν δε το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή τα αμερικανικά αντίποινα θα μπορούσαν να προκαλέσουν τεράστια γεωπολιτικά προβλήματα, τα οποία όλοι θέλουν να αποφύγουν. Διότι, σήμερα, μέσω του ΟΠΕΚ, οι ΗΠΑ επηρεάζουν τις διεθνείς αγορές, επιρροή που ενισχύεται και με την δολαριοποίηση της ιρακινής οικονομίας. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι η παγκόσμια δολαριακή διπλωματία του προέδρου Μπους πλήττει σοβαρά την τιμολογιακή εξουσία του ΟΠΕΚ και του προσφέρει έτσι πρόσθετους λόγους να ξεφύγει από το αμερικανικό νόμισμα και να υιοθετήσει το ευρώ.

Τι θα σήμαινε, όμως, μία παρόμοια νομισματική ανατροπή στις τιμολογήσεις του ΟΠΕΚ; Κατά πρώτον λόγο, θα υποτιμούσε ακόμα περισσότερο το δολάριο, γιατί οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αγοράζουν ευρώ με το νόμισμά τους, ώστε να πληρώνουν το εισαγόμενο πετρέλαιό τους. Έτσι, πιθανότατα, η πιστωτική ασφυξία που θα προέκυπτε να οδηγούσε την αμερικανική οικονομία σε βαθειά κρίση. Όμως, και το αντίθετο είναι πιθανόν. Θα μπορούσε, δηλαδή, η Ευρώπη να μπει σε κρίση, λόγω πτώσης της οικονομικής της δραστηριότητας και κατακλυσμού της από αμερικανικά προϊόντα.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι είμαστε μάρτυρες μιας σιωπηρής παγκόσμιας νομισματικής αντιπαράθεσης, γύρω από την οποία καλόν είναι να γράφονται και κάποια «εξωπραγματικά» έστω σενάρια. Σενάρια τα οποία, έτσι κι αλλιώς, στηρίζονται στις βαθύτατες διαρθρωτικές αλλαγές της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν και σε διεθνείς νομισματικές ανατροπές, από τις οποίες βεβαίως ωφελημένοι θα βγουν οι κατανοούντες και οι σκεπτόμενοι...

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη «Ν» στις 24/9/2007

Προτεινόμενα για εσάς