ΦΕΤΟΣ συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την κρίση της Ανατολικής Ασίας η οποία άρχισε στην Ταϊλάνδη τον Ιούλιο του 1997 και εξαπλώθηκε στην Ινδονησία τον Οκτώβριο και στην Κορέα το Δεκέμβριο.
Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, εμπλέκοντας τη Ρωσία και χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βραζιλία, απελευθερώνοντας δυνάμεις που επηρέασαν τις οικονομικές εξελίξεις τα επόμενα χρόνια. Η Αργεντινή το 2001 συμπεριλαμβάνεται στα θύματα αυτής της κρίσης.
Στον κατάλογο των αθώων θυμάτων συγκαταλέγονται χώρες, που δεν είχαν αναμειχθεί στη διεθνή ροή κεφαλαίων, που αποτέλεσε τότε την αιτία εκδήλωσης της κρίσης. Για παράδειγμα, το Λάος, ήταν μεταξύ των χωρών που επηρεάστηκαν με το χειρότερο τρόπο.
Αν και, σε γενικές γραμμές, κάθε κρίση έχει ένα τέλος, την εποχή εκείνη κανείς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πόσο βαθιές, εκτεταμένες και μακροχρόνιες θα ήταν οι οικονομικές κρίσεις και υφέσεις που ακολούθησαν. Ηταν η χειρότερη παγκόσμια κρίση από την εποχή του Μεγάλου Κραχ. Ως κορυφαίος οικονομολόγος και αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, βρέθηκα στο μέσον των θυελλωδών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων σχετικά με τα αίτια αλλά και τις προτεινόμενες λύσεις.
Αυτό το καλοκαίρι αλλά και το φθινόπωρο ξαναβρέθηκα σε πολλές από τις χώρες που είχαν επηρεασθεί τότε, μεταξύ των οποίων η Μαλαισία, το Λάος, η Ταϊλάνδη και η Ινδονησία. Η ανάκαμψή τους απετέλεσε πολύ ενθαρρυντική ένδειξη.
Οι χώρες αυτές αναπτύσσονται σήμερα με ρυθμούς της τάξης του 5% με 6% ή και περισσότερο, ρυθμούς βέβαια όχι τόσο εντυπωσιακούς συγκριτικά με τους αντίστοιχους της περιόδου του οικονομικού θαύματος της Ανατολικής Ασίας, αλλά πάντως πολύ πιο γρήγορους από εκείνους που πολλοί εκτιμούσαν ότι ήταν δυνατόν να εκδηλωθούν το επόμενο διάστημα της κρίσης.
Πολλές χώρες άλλαξαν τις πολιτικές τους προς κατεύθυνση όμως εντελώς διαφορετική από τις μεταρρυθμίσεις που είχε συστήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Οι οικονομικά ασθενέστεροι ήταν εκείνοι που επωμίσθηκαν το μεγαλύτερο φορτίο της κρίσης, καθώς οι μισθοί βούλιαξαν και η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη. Καθώς οι χώρες ανέκαμπταν, πολλοί έδωσαν νέα έμφαση στην «αρμονία», σε μια προσπάθεια ανάκτησης της ισορροπίας μεταξύ πλούσιων και φτωχών, αστικών και αγροτικών περιοχών.
Εδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, δρομολογώντας καινοτόμες πρωτοβουλίες για βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και χρηματοδότησης σε όσο το δυνατόν περισσότερους από τους πολίτες τους, καθώς και στη δημιουργία ταμείων για κοινωνικούς σκοπούς για την ανάπτυξη τοπικών κοινοτήτων.
Ανατρέχοντας στην κρίση που σημειώθηκε πριν από μια δεκαετία, είναι δυνατόν να αντιληφθούμε καθαρά πόσο εσφαλμένες υπήρξαν η διάγνωση, η προτεινόμενη συνταγή και η πρόγνωση, τόσο του ΔΝΤ όσο και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Το βασικό πρόβλημα ήταν η πρόωρη απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίου.
Για αυτό και αποτελεί ειρωνεία να βλέπει κάποιος σήμερα τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών για άλλη μια φορά να ωθεί την Ινδία προς μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της αγοράς κεφαλαίου, μία από τις δύο μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες χώρες (μαζί με την Κίνα), που βγήκαν ανέπαφες από την κρίση του 1997.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι δύο χώρες, οι οποίες δεν είχαν απελευθερώσει πλήρως τις αγορές κεφαλαίων τους, αντεπεξήλθαν τόσο επιτυχημένα στην κρίση. Μεταγενέστερη έρευνα του ΔΝΤ επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει κάθε αξιόπιστη έρευνα. Η απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίου προκαλεί αστάθεια, όχι όμως απαραιτήτως ανάπτυξη. (Η Ινδία και η Κίνα υπήρξαν οι χώρες με τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης).
Βεβαίως η Wall Street (η οποία αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών) ωφελείται από την απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίου. Κερδίζει τόσο από τη ροή κεφαλαίων καθώς και κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης που συντελείται όταν πλέον έχει δημιουργηθεί χάος.
Στη Νότιο Κορέα, το ΔΝΤ εισηγήθηκε την πώληση των τραπεζών της χώρας σε Αμερικανούς επενδυτές, παρά το γεγονός ότι οι Κορεάτες είχαν διαχειρισθεί με μεγάλη επιτυχία για σαράντα χρόνια την οικονομία τους με υψηλότερη ανάπτυξη, μεγαλύτερη σταθερότητα και χωρίς τα συχνά θεσμικά σκάνδαλα, που είχαν σημαδέψει τις οικονομικές αγορές των ΗΠΑ.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αμερικανικές εταιρείες αγόρασαν τράπεζες, τις διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους έως ότου η Κορέα ανέκαμψε και στη συνέχεια τις ξαναπώλησαν αποκομίζοντας κέρδη δισεκατομμυρίων. Μόνο που το ΔΝΤ στην ορμή του για να παρακινήσει Δυτικούς να αγοράσουν τις τράπεζες ξέχασε την ακόλουθη λεπτομέρεια: Να διασφαλίσει ότι η Νότιος Κορέα θα επανακτούσε μέρος αυτών των κερδών μέσω της φορολογίας.
Παραμένει υπό συζήτηση το κατά πόσο οι Αμερικανοί επενδυτές διέθεταν την απαραίτητη εμπειρία σε τραπεζικά θέματα στις αναδυόμενες αγορές και ακόμη ότι διέθεταν μεγαλύτερη εμπειρία σε θέματα φοροδιαφυγής.
Είναι εντυπωσιακή η αντίθεση μεταξύ των συμβουλών του ΔΝΤ και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών στην ανατολική Ασία και της σημερινής κρίσης στην αγορά ενυπόθηκου χρέους υψηλού ρίσκου. Στις χώρες της Ανατολικής Ασίας δόθηκε η συμβουλή να αυξήσουν τα επιτόκιά τους, σε ορισμένες περιπτώσεις 25%, 40% ή και υψηλότερα, προκαλώντας κύμα στάσεων πληρωμής χρέους. Στη σημερινή κρίση, η Φέντεραλ Ριζέρβ μείωσε τα επιτόκια και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα διατήρησε σταθερά.
Επίσης, οι χώρες που είχαν εμπλακεί στην κρίση της Ανατολικής Ασίας δέχθηκαν υποδείξεις για την ανάγκη μεγαλύτερης διαφάνειας και αποτελεσματικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο. Ομως, η έλλειψη διαφάνειας διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην πιστωτική κρίση του καλοκαιριού.
Τα «επικίνδυνα» ενυπόθηκα δάνεια τεμαχίσθηκαν σε κομμάτια, προωθήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, υπό μορφή πακέτων με άλλα καλύτερα προϊόντα και κρυμμένα πίσω από το χαρακτηριστικό εγγυημένα, έτσι ώστε στο τέλος κανένας να μην γνωρίζει τι κρατά στα χέρια του. Και σήμερα εκδηλώνεται έντονος προβληματισμός απέναντι στους νέους ρυθμιστικούς κανονισμούς, οι οποίοι ενδέχεται να παρακωλύσουν τις οικονομικές αγορές (περιλαμβανομένης και της παραποίησής τους από μη πληροφορημένους δανειολήπτες, στοιχείο που βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος). Τελικά, παρά τις προειδοποιήσεις για τους ηθικούς κινδύνους, οι δυτικές τράπεζες διασώθηκαν εν μέρει από τις κακές επενδυτικές τους επιλογές.
Μετά την κρίση του 1997 υπήρξε μια γενική συναίνεση για την αναγκαιότητα μιας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης της παγκόσμιας οικονομικής δομής. Αν και το τωρινό σύστημα είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αστάθεια, επιβάλλοντας τεράστιο κόστος στις αναπτυσσόμενες χώρες, παρ' όλα αυτά εξυπηρετεί κάποια συμφέροντα.
Ετσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι σήμερα, μετά από δέκα χρόνια, δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση. Ούτε επίσης αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο κόσμος για άλλη μια φορά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας, με αβέβαιη έκβαση για τις οικονομίες του κόσμου.
ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΣ
(*) Ο Joseph E. Stiglitz, κάτοχος Νόμπελ Οικονομίας, είναι καθηγητής Οικονομικών στο Columbia University. Διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου των Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου Κλίντον καθώς και ανώτατο στέλεχος και αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το τελευταίο βιβλίο του έχει τον τίτλο «Μaking Globalization Work».
Copyright: Project Syndicate, 2007