Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ήταν όλοι τους εκεί. Από τον πρόεδρο των ΗΠΑ και τον Ομπάμα, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, τον κομισάριο του NBA, τον «Μάτζικ» Τζόνσον και τον «Air» Τζόρνταν, τον Μαραντόνα και τον Νεϊμάρ μέχρι τα μουσικά βραβεία Γκράμι και την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου. Αλλά, τούτη η μακρόσυρτη ακολουθία δηλώσεων και μηνυμάτων, αφιερωμάτων και αναφορών θα ήταν απλώς ένα θλιβερό επίσημο κατευόδιο, αν δεν έβγαινε στις οθόνες η βουβή συγκίνηση του «ανώνυμου».
Γιατί, όμως, ο αδόκητος θάνατος ενός μπασκετμπολίστα μπορεί να συγκινήσει τόσο κόσμο; Είναι μόνο το δέος για το αμετάκλητο δύσβατο;
Είναι το τραγικό της απώλειας ενός νέου ανθρώπου, αν και είναι ακόμα πιο τραγικός ο θάνατος της 13χρονης κόρης του και της συναθλήτριάς της, που επέβαινε στο μοιραίο ελικόπτερο;
Είναι το αθλητικό μέγεθος και το ταλέντο, που τον πήγε από το λύκειο κατευθείαν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα; Είναι ο μύθος μιας παγκόσμιας φιγούρας, που ξεπέρασε το παρκέ; Είναι θέμα φωτός ακόμη και ο θάνατος;
Είναι η βίαιη επαναφορά στην πραγματικότητα ότι κι ένας ημίθεος είναι τρωτός;
«Μας έκανε να πιστεύουμε ότι τα αδύνατα ήταν δυνατά», έγραψε ένας από τους οπαδούς του, που ισχυρίζονται ότι ήταν ο καλύτερος μπασκετμπολίστας της γενιάς του. Λόγω των θριάμβων του, αλλά και του χαρακτήρα του, που δεν ανεχόταν την ήττα, ούτε σε προπόνηση. Γι’ αυτούς ήταν ο δικός τους άνθρωπος και αποχαιρέτησαν ένα δικό τους κομμάτι αναμνήσεων.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι τέτοιοι. Αλλά, εκείνος είχε το πάθος του αρχάριου. Ό,τι κι αν έκανε, όταν κρέμασε τα παπούτσια του το 2016 ήταν «αυτό το παιδί με τις τυλιγμένες κάλτσες για μπάλα, τον κάδο με τα σκουπίδια στη γωνία για καλάθι και τα πέντε τελευταία δευτερόλεπτα του αγώνα που η μπάλα είναι στα χέρια του, 5… 4… 3… 2… 1».
Κέρδισε το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν. Και τούτο το παιχνίδι ήταν η ζωή.