Ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή επέβαλε το Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις δύο συνοδούς και τον οδηγό του σχολικού λεωφορείου παιδικού σταθμού της Παλλήνης, οι οποίοι στις 29 Οκτωβρίου 2019 ξέχασαν μέσα στο σχολικό ένα τρίχρονο αγοράκι για 3,5 ώρες.
Το δικαστήριο υιοθέτησε την πρόταση της εισαγγελέως και μετέτρεψε το αδίκημα της έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο που αντιμετώπιζαν σε σωματική βλάβη από αμέλεια.
Στην απολογία του ο οδηγός του λεωφορείου υποστήριξε ότι οι συνοδοί των παιδιών τον ενημέρωσαν ότι όλα τα παιδιά είχαν αποβιβαστεί από το λεωφορείο, προσθέτοντας πως «όπως έριξα κι εγώ μια ματιά προς τα πίσω, δεν είδα κάτι…».
Για «λάθος και κακιά στιγμή» έκανε λόγο στην απολογία της η μία εκ των δύο συνοδών. «Όλα τα παιδιά είχαν βγάλει ήδη μόνα τους τις ζώνες και περίμεναν στη γαλαρία να αποβιβαστούν. Πήγα μέχρι τη μέση και δεν είδα κάτι. Αυτό ήταν το λάθος μου, που δεν έφτασα μέχρι πίσω». Η κατηγορούμενη ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του παιδιού και το εκπαιδευτήριο, σημειώνοντας ότι «είναι και η ίδια μάνα και κατανοεί την αγωνία που πέρασε η οικογένεια».
Από την πλευρά της, η δεύτερη κατηγορούμενη συνοδός, επιχειρώντας να ρίξει το μπαλάκι των ευθυνών στη συνάδελφό της, είπε: «Μπήκα στη μπροστινή θέση, η άλλη συνοδός είχε την ευθύνη να βάλει και να βγάλει τις ζώνες των παιδιών. Εγώ κατέβηκα από το λεωφορείο για να βοηθήσω τα παιδιά να κατέβουν, τη ρώτησα αν έχουν κατεβεί όλα τα παιδιά, μου είπε "ναι". Αυτό ήταν το λάθος μου, που δεν κοίταξα κι εγώ το λεωφορείο, έπρεπε να ελέγξω κι εγώ» είπε.
Η κατάθεση της μητέρας
Τις στιγμές φρίκης που έζησε από τη στιγμή που την ενημέρωσαν από τον ιδιωτικό παιδικό σταθμό της Παλλήνης ότι το παιδί της έχει εξαφανιστεί περιέγραψε στο δικαστήριο η μητέρα του τρίχρονου αγοριού.
«Με πήραν από το σχολείο 11.04 και με ρώτησαν γιατί δεν πήγε ο Θαλής στο σχολείο. Άρχισα να φωνάζω, να τσιρίζω, να κλαίω, ξεκίνησα αμέσως μαζί με τον πατέρα μου για το σχολείο, ενώ κάλεσα την αστυνομία. Στις 11.30 με ξανακάλεσαν και μου είπαν ότι το είχαν ξεχάσει στο σχολικό. Όταν έφτασα στο σχολείο, είχαν βάλει το παιδί στην τάξη του, δεν του είχαν δώσει ούτε νερό, ούτε είχαν φωνάξει τον ψυχολόγο, που ούτως ή άλλως έχει το σχολείο. Προσπάθησα να του μιλήσω, δε μου μιλούσε, έκανε 15 λεπτά να μου μιλήσει και το μόνο που μου είπε ήταν: «Μαμά κλαίω, μαμά κλαίω»! Είδα ένα σοκαρισμένο παιδί, μου έδινε την εντύπωση ότι είχε και τύψεις, είχε και ενοχές».
Η μητέρα του μικρού αγοριού μετέφερε και την αντίδραση των υπευθύνων όταν πήγε στον παιδικό σταθμό.
«Μου έλεγαν "μην κάνετε έτσι". Συγγνώμη, δεν ξέχασες τσάντα, τους είπα, ξέχασες ένα μικρό παιδί. Πώς είναι δυνατόν να μην είδαν το παιδί; Όσο ήμασταν στο νοσοκομείο, κανείς δεν πήρε ένα τηλέφωνο» ανέφερε η μητέρα, η οποία, απαντώντας σε ερώτηση συνηγόρου των κατηγορουμένων για το εάν υπήρχε περίπτωση να είχε κρυφτεί, είπε ότι το παιδί ήταν δεμένο.
Από το νοσοκομείο Παίδων στο οποίο μεταφέρθηκε το παιδί, οι γιατροί της είπαν ότι εμφάνισε έντονο στρες, είχε ανεβάσει σάκχαρο και είχαν πρηστεί οι αμυγδαλές του. Όπως είπε, από την μέρα που έγινε το περιστατικό, το παιδί νιώθει ανασφάλεια, θέλει πάντα κάποιον δίπλα του, έχει αναστατωθεί ο ύπνος του, ενώ θέλει να βγαίνει πρώτο από το κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών του.
Στην κατάθεσή του ο ιδιοκτήτης του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου μίλησε για «απροσεξία και ανθρώπινο λάθος», επιρρίπτοντας τις ευθύνες για το συμβάν στους τρεις κατηγορούμενους.
naftemporiki.gr