Από την έντυπη έκδοση
Toυ Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Μέσα στις επόμενες βδομάδες αναμένεται να ξεκινήσουν οι συζητήσεις, αρχικά σε τεχνικό και στη συνέχεια σε πολιτικό επίπεδο, αναφορικά με δύο σημαντικά αιτήματα της κυβέρνησης, η ικανοποίηση των οποίων θα βοηθούσε σημαντικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Το πρώτο αίτημα αφορά την αλλαγή της χρήσης των χρημάτων που μας επιστρέφουν οι εταίροι, στο πλαίσιο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και τα οποία ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι και το τέλος του 2022. Η κυβέρνηση θέλει τα χρήματα να διατίθενται στο εξής σε αναπτυξιακά έργα και όχι στη μείωση του χρέους.
Το δεύτερο αίτημα, που είναι και το σημαντικότερο, έχει να κάνει με τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% του ΑΕΠ ετησίως στη ζώνη του 2%-2,2% για το 2021 και 2022. Η αποδοχή αυτού του αιτήματος θα μπορούσε να αποδεσμεύσει πόρους της τάξης των 2,5-3 δισ. ευρώ ετησίως, μέρος των οποίων θα μπορούσε να διατεθεί σε δημόσιες επενδύσεις και τα υπόλοιπα σε μείωση των φορολογικών βαρών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως τα δύο παραπάνω αιτήματα εάν ικανοποιηθούν αλλάζουν τα δεδομένα για την οικονομία, αφού θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να κινηθεί με πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική άνεση τα δύο τελευταία χρόνια της μεταμνημονιακής εποπτείας, που ολοκληρώνεται στο τέλος του 2022.
Η κυβέρνηση έχει κάνει τις πρώτες συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο, ενώ και οι εταίροι, κυρίως οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, από τις δηλώσεις που έχουν κάνει τον τελευταίο καιρό δείχνουν ότι βλέπουν θετικά τα αιτήματα. Αυτό που προς το παρόν δεν έχει ξεκαθαρίσει είναι ο βαθμός της αποδοχής - εκεί καθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κυρίως το Βερολίνο.
Το κλίμα για την Ελλάδα στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι πολύ καλό και αυτό προκύπτει σαφέστατα από την ταχύτατη και εντός των προθεσμιών ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης της μεταμνημονιακής εποπτείας. Μάλιστα, οι δεσμεύσεις τηρήθηκαν στο ακέραιο από την πλευρά της Αθήνας.
Επιπλέον, η χρονική συγκυρία είναι πολύ καλή, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη, που ταλαιπωρείται από την επιβράδυνση της οικονομίας, ετοιμάζεται για μια μεγαλύτερη χαλάρωση στη δημοσιονομική πολιτική, ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες δημόσιων επενδύσεων. Και όταν συζητείται και σχεδιάζεται η δημοσιονομική χαλάρωση συνολικά, είναι δύσκολο να αρνηθεί κάποιος τη μείωση του ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος, όταν μάλιστα αυτό ανέρχεται σε 3,5% του ΑΕΠ ετησίως.