ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«Αποχώρηση από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών»
¶ρθρο 1
1.Δικαστικοί λειτουργοί της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, από τον βαθμό του ειρηνοδίκη και πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών έως και τον βαθμό του προέδρου εφετών ή εισαγγελέα εφετών, καθώς και οι δικαστικοί λειτουργοί αντίστοιχων βαθμών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς τους, δεκατρία (13) έτη πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας και αδυνατούν να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στα δικαστικά τους καθήκοντα ή δεν είναι κατάλληλοι για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων, εξαιτίας προβλημάτων υγείας ή οιωνδήποτε άλλων λόγων, μπορούν να ζητήσουν την έξοδό τους από την υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Για την έξοδό τους από την υπηρεσία, οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου που θα ρυθμίζει τα συνταξιοδοτικά θέματα των αποχωρούντων, κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαστικών λειτουργών. Η αίτηση δεν ανακαλείται. Αίρεση, προθεσμία ή όρος στην αίτηση λογίζονται ότι δεν υπάρχουν.
3. Μέσα σε είκοσι ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβιβάζει τις αιτήσεις στο οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, που κρίνει κάθε αίτηση και αποφασίζει για την παραδοχή ή την απόρριψή της, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την ανάγκη τηρήσεως του αριθμητικού μέτρου, που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου.
4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να διαφωνήσει με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για την αποδοχή ή την απόρριψη των αιτήσεων, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή των σχετικών αποφάσεων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δικαίωμα προσφυγής, εντός της αυτής προθεσμίας από την κοινοποίηση της αποφάσεως, έχει και εκείνος του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση. Η διαφωνία του Υπουργού και οι προσφυγές των ενδιαφερομένων εισάγονται, εντός μηνός από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου που αποφασίζει οριστικά.
¶ρθρο 2
1. Στους δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι θα εξέλθουν από την υπηρεσία, κατ’ εφαρμογή του προηγουμένου άρθρου, για λόγους υγείας ή άλλον ανυπαίτιο λόγο, μπορεί να απονεμηθεί, με την ίδια απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που δέχεται την αίτηση τους, ο επόμενος βαθμός, εφόσον μέχρι την υποβολή της αίτησης είχαν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την προαγωγή τους στον βαθμό αυτό.
2. Αν η αίτηση εξόδου από την υπηρεσία δικαστικού λειτουργού γίνει αποδεκτή, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αλλά δεν του απονεμήθηκε ο επόμενος βαθμός, επιτρέπεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή κατά περίπτωση, των άρθρων 68, 73 και 79 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄, 35), προσφυγή κατά του μέρους της αποφάσεως που αφορά τη μη προαγωγή του.
¶ρθρο 3
1. Οι Επιθεωρητές των πολιτικών, ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου Επιθεώρησης ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του Συμβουλίου αυτού για τους εισηγητές και παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, μετά από έλεγχο των στοιχείων των ατομικών φακέλων και των καταστάσεων εργασιών των επιθεωρούμενων δικαστικών λειτουργών και συλλογή πληροφοριών από τους διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, από τους προέδρους των τμημάτων στα οποία υπηρετούν, καθώς και από τυχόν υπάρχουσες αναφορές των προέδρων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων, συντάσσουν ειδική έκθεση, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι έχουν επί ικανό χρόνο εμφανώς μειωμένη υπηρεσιακή απόδοση (ποιοτική – ποσοτική) ή των οποίων η υπηρεσιακή και κοινωνική συμπεριφορά και εν γένει παράσταση δεν είναι η προσήκουσα. Η έκθεση αυτή περιέχει συνοπτικώς τα στοιχεία που υπάρχουν σε βάρος κάθε δικαστικού λειτουργού και υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, στον Πρόεδρο και στον Προϊστάμενο της Επιθεωρήσεως του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τους εισαγγελείς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 88 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Απόσπασμα της έκθεσης αυτής, με τα στοιχεία που αφορούν κάθε δικαστικό λειτουργό χωριστά, κοινοποιείται προσωπικά σε αυτόν από τους επιθεωρητές ή τον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου Επιθεώρησης είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1.
2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τους εισαγγελείς ή ο Προϊστάμενος Επιθεώρησης κάθε κλάδου κινούν τη διαδικασία της οριστικής παύσης των δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους, σύμφωνα με τις ειδικές εκθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, συντρέχει περίπτωση ανικανότητας ή αδυναμίας εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας, από την Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 2 και 5 έως 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Η διάταξη του άρθρου 108 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή αναλόγως για τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει πραγματική δημόσια υπηρεσία 25 ετών.
¶ρθρο 4
1. Ο συνολικός αριθμός των δικαστικών λειτουργών που εξέρχονται από την υπηρεσία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να υπερβεί για οποιονδήποτε λόγο τους εκατό (100) και κατανέμονται μέχρι εβδομήντα (70) για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη, μέχρι είκοσι πέντε (25) για τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και μέχρι τρεις (3) και δύο (2) για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αντιστοίχως.
2. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης των εξερχομένων, κατά τις διατάξεις του παρόντος, δικαστικών λειτουργών επέρχεται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
¶ρθρο 5
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν σε επιμέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.