«Μεταξύ των ετών 2010-2018, η Ρωσία κατατάχτηκε μεταξύ των θέσεων 15ης και 18ης από πλευράς ελληνικών εξαγωγών. Θεωρούμε βέβαιο ότι η θέση αυτή μπορεί να βελτιωθεί, διότι τα ελληνικά κρασιά αξίζουν αποδοτικότερης τοποθέτησης στα ράφια των ρωσικών σημείων πώλησης (υπεραγορές, κάβες και υψηλής αισθητικής εστιατόρια). Στη Ρωσική Ομοσπονδία, την πρωτοκαθεδρία στις πωλήσεις ελληνικών οίνων έχει το νότιο τμήμα της χώρας (ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας), όπου κυριαρχεί το ομογενές στοιχείο». Αυτό αναφέρεται σε έρευνα αγοράς για τα εμφιαλωμένα κρασιά στη Ρωσική Ομοσπονδία, που συνέταξε το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, στη Μόσχα.
Στην αγορά κυκλοφορούν ορισμένα ελληνικά κρασιά ανώτερης ποιότητας και υψηλότερης τιμής (ενδεικτικά αναφέρονται προϊόντα των επιχειρήσεων «Τσάνταλη», «Κτήμα Άλφα», «Cavino», «Διόνυσος», «Αμπελώνας Μυκόνου», «Nico Lazaridi», «Mediterra Winery», «Μπουτάρη»). Παρόλα αυτά, όπως και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, η έννοια «ελληνικό κρασί» είναι ατυχώς συνδεδεμένη με προϊόντα του τύπου «ημίγλυκος». Τα τελευταία θεωρούνται - και είναι - οικονομικά προσιτά, με τιμή κοντά στα 500 ρούβλια/φιάλη, αλλά υστερούν όσον αφορά την ποιότητα, ακόμη και συγκρινόμενα με κρασιά διαφορετικής προέλευσης που πωλούνται στην ίδια κατηγορία τιμής.
Αναλύοντας διαχρονικά την περίοδο 2005-2018, για τις ελληνικές εξαγωγές οίνων (κωδικός 2204) σε όρους αξίας και ποσότητας, παρατηρείται ότι καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση της αξίας των εξαγωγών, με έντονες όμως διακυμάνσεις, οι οποίες οφείλονται σε μεμονωμένες εμπορικές συναλλαγές.
Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά στα στατιστικά στοιχεία μεταξύ των δύο υπηρεσιών, της ΕΛΣΤΑΤ και της Ομοσπονδιακής Ρωσικής, για λόγους χρονικής αποτύπωσης των εξαγωγών ή εισαγωγών αντιστοίχως.
Από το 2011 και μετά, παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εξαγωγών ποιοτικών κρασιών κι αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι έχει μειωθεί αισθητά ο εξαγώγιμος όγκος σε σχέση με το παρελθόν, ενώ η εξαγώγιμη αξία έχει διατηρηθεί στα επίπεδα των 400.000+ ευρώ. Γενικά, η ρωσική αγορά θα μπορούσε να συνιστά μια σημαντική εξαγωγική αγορά για τα ελληνικά κρασιά, εν τούτοις οι εν γένει ελληνικές εξαγωγές στη χώρα είναι πολύ μικρές, χωρίς να επιτρέπουν τις συνθήκες διαμόρφωσης μιας σαφούς τάσης.
Η κατάταξη της Ρωσίας από πλευράς ελληνικών εξαγωγών παγκοσμίως εμφανίζει την εξής εικόνα:
- 2010: 15η θέση, με ελληνικές εξαγωγές 422.777 ευρώ και 1.153.806 λίτρα
- 2014: 16η θέση, με ελληνικές εξαγωγές 401.781 ευρώ και 247.297 λίτρα
- 2018: 18η θέση, με ελληνικές εξαγωγές 420.628 ευρώ και 261.066 λίτρα.
Σημαντικότεροι προμηθευτές της ρωσικής αγοράς είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Γεωργία, η Αμπχαζία (που αναγνωρίζεται από τη Ρωσία ως ανεξάρτητη), η Χιλή, η Νότια Αφρική, η Πορτογαλία, η Αργεντινή, η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Γερμανία. Το 45% του κρασιού που εισάγεται είναι εμφιαλωμένο, το 48% μη εμφιαλωμένο (και >2L) και το 7% αφρώδες.
Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Έρευνας στις Ομοσπονδιακές και Περιφερειακές Αγορές Αλκοόλ (CIFRRA), η Ρωσική Ομοσπονδία έχει βελτιωθεί πολύ στον τομέα της οινοποίησης κατά τα τελευταία 15-20 χρόνια, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η βασική προπαρασκευαστική περίοδος για την ανάπτυξη ήταν το 1998-2008. Το επόμενο διάστημα, 2009-2016, αποδείχθηκε ότι, τόσο σε καταναλωτές όσο και σε ξένους ειδικούς, η ρωσική οινοποίηση κατατάσσεται πολύ κοντά σε παγκόσμιο επίπεδο. Από το 2017 η ρωσική παραγωγή εισήλθε στην τρίτη φάση, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 2025, με διπλασιασμό της έκτασης των αμπελώνων και της οινοπαραγωγής, υιοθετώντας τιμολογιακή πολιτική που συνάδει σε ποιοτικούς οίνους, συνεχίζοντας να προσελκύει κορυφαίους διεθνείς εμπειρογνώμονες και δημιουργώντας μια θετική εικόνα του ρωσικού οίνου διεθνώς.
Η Ρωσία συνιστά την 7η σημαντικότερη αγορά οίνου διεθνώς (πίσω από Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία, Κίνα και Καναδά) και την πλέον ανεπτυγμένη αγορά οίνου μεταξύ των χωρών BRICS. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η εισαγωγή οίνων από τα νότια γεωγραφικά τμήματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Γεωργία, Αμπχαζία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία, Ουζμπεκιστάν), των οποίων η αξία των εξαγωγών προς τη Ρωσία υπερβαίνει τα 180 εκατ. ευρώ.
Προοπτικές στην εξέλιξη της ζήτησης
Η κατανάλωση οίνων στη Ρωσία εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από τα περίπου 10 λίτρα που καταναλώνονται ανά άτομο ετησίως. Συνολικά καταναλώνονται περίπου 1 εκατ. φιάλες ετησίως, με προοπτικής ετήσιας αύξησης της τάξης του 10%. Σύμφωνα με την Ένωση Αμπελουργών και Οινοποιών, έως το 2030 η κατανάλωση οίνου στη Ρωσία εκτιμάται να ανέλθει στα 250 εκατ. δεκάλιτρα ανά έτος. Το 2018 καταναλώθηκαν 117 εκατ. δεκάλιτρα οίνων (το 70% αφορούσε εγχώριους οίνους και το 30% εισαγόμενους).
Η ρωσική αγορά απολαμβάνει τη φινέτσα των επώνυμων ετικετών του εξωτερικού (παλαιού και νέου οινικού κόσμου), όχι μόνο για λόγους αισθητικής ή/και ποιότητας, αλλά και τιμής (ορισμένοι οίνοι του εξωτερικού είναι φθηνότεροι των εγχώριων).
Σημαντικές επιπτώσεις δημιουργούνται από την κρίση την οποία υπέστη η ρωσική αγορά HORECA προ πενταετίας, όπως επίσης και από τα σχετικά στενά περιθώρια του προϋπολογισμού των ρωσικών νοικοκυριών, όπου όσο μικρότερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό επί του εισοδήματος που καταναλώνεται, διοχετευόμενο σε κατ' αρχάς αγαθά πρώτης ανάγκης.
Πηγή: ΑΜΠΕ