Λίγο πριν από την έλευση του νέου έτους το ερώτημα που προκύπτει είναι το πώς τελικά θα οικοδομήσουμε ένα πιο αποδοτικό σύστημα υγείας που θα προστατεύει και θα προσφέρει ισότιμα σε όλους τους πολίτες.
Η επιστήμη οδηγεί καθημερινά την υγεία μπροστά, το θέμα είναι αν η πολιτεία μπορεί να ακολουθήσει αυτή την πορεία, καθώς ακόμα υπάρχει ένα μεγάλο κενό στον εξορθολογισμό των δαπανών υγείας και στην αύξηση των προϋπολογισμών μέσα από την κρατική χρηματοδότηση.
Η εισχώρηση των νέων τεχνολογιών στην υγεία, η ανακάλυψη καινοτόμων φαρμάκων, οι εξατομικευμένες θεραπείες και η ιατρική ακριβείας αποτελούν τις νέες προκλήσεις για κάθε κυβέρνηση και κάθε υγειονομικό σύστημα. Πόσο μάλλον για την Ελλάδα που πέρασε μέσα από βαριά οικονομική ύφεση τα τελευταία έτη.
Ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας δείχνει καλή διάθεση στο να πάει ένα βήμα μπροστά τον τομέα Υγείας και δεν παραλείπει να το τονίζει σε κάθε ομιλία του. Πρόσφατα ανακοίνωσε τη θεσμοθέτηση συνδέσμου μεταξύ των ασθενών και υπουργείου Υγείας, με σκοπό τη μείωση της γραφειοκρατίας στην επικοινωνία των δύο πλευρών. Επίσης, ανέφερε ότι από την 1η Ιανουαρίου 2020 τα φάρμακα υψηλού κόστους των ογκολογικών ασθενών και άλλων ευπαθών ομάδων, θα διανέμονται από τα φαρμακεία της γειτονιάς. Ενώ τόνισε ότι δεν θα υπάρξει καμία αύξηση τιμών στα φάρμακα εντός του 2020 και με υπουργική απόφαση θα υπάρξει μείωση τιμών έως 7%.
Παρ’ όλα αυτά, η υπερσυνταγογράφηση είναι ακόμα το μεγάλο «αγκάθι» καθώς η αύξηση της δαπάνης του φαρμάκου επιφέρει την εφαρμογή μέτρων όπως το rebate και το clawback, τα οποία δεν αφήνουν περιθώρια στο να γίνουν νέες επενδύσεις. Οι φαρμακευτικές ζητούν διακαώς να μπουν τα εμβόλια σε λογαριασμό δαπανών που αφορά την πρόληψη, οι ανασφάλιστοι να καλυφθούν από κονδύλια της πρόνοιας, να αυξηθεί το όριο της φαρμακευτικής δαπάνης κατά το προβλεπόμενο ποσοστό του ΑΕΠ και να εξαιρεθούν γενόσημα και off-patent από το clawback.
Όμως και παραγωγικές επενδύσεις με εξαιρετικά υψηλή προστιθέμενη αξία τόσο για την υγεία όσο και για την πραγματική οικονομία αξιοποιούνται στο ελάχιστο. Για παράδειγμα οι κλινικές μελέτες που είναι ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Τη στιγμή που η φαρμακοβιομηχανία επενδύει στην Ευρώπη πάνω από 30 δισ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη, η χώρα μας δεν επωφελείται και δεν λαμβάνει το μερίδιο που της αναλογεί.
Τα στοιχεία της EFPIA και μελέτη της IQVIA δείχνουν ότι η Ελλάδα με το 1,5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού παραμένει ουραγός σε τέτοιες επενδύσεις, με μόνο 42 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,1 % της συνολικής ευρωπαϊκής επένδυσης και 4 ευρώ κατά κεφαλή (per capita).
Τέλος και στον τομέα των νέων τεχνολογιών, οι οποίες σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι το μέλλον στην αντιμετώπιση πολλών ασθενειών και θα συμβάλουν στη μείωση των δαπανών υγείας, η Ελλάδα έχει ακόμα ένα μεγάλο «γρίφο» να λύσει καθώς η ψηφιακή υγεία δεν είναι εφάμιλλη των ευρωπαϊκών χωρών και σύμφωνα με τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ μόνο ένα περίπου 30% των εταιρειών κάνει χρήση αυτών.
Ευελπιστούμε βγαίνοντας από την οικονομική κρίση που μας καθήλωσε ως χώρα τα τελευταία χρόνια να έχουμε στο μέλλον ένα πιο σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον που θα βοηθήσει στην εισροή περισσότερων επενδύσεων.