ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ από τον κήπο στόλιζαν εκείνο το βράδυ τη μεγάλη αίθουσα εργασίας στην έπαυλη του Σεΐχη Γιαμανί. Ο Καλντερόν-Μπέρτι έφθασε πρώτος. Η παρουσία του ξύπνησε στο Σαουδάραβα οικοδεσπότη τις πιο έντονες αναμνήσεις της καριέρας του. Και, προπαντός, την παλαιότερη: τότε που στο πόστο του Καλντερόν βρισκόταν ένας σοφός άνθρωπος, ο υπουργός Πετρελαίου της Βενεζουέλας, Χουάν Πάμπλο Περέζ Αλφόνσο. Ηταν αυτός που αντιπροσώπευε τη χώρα του στην πρώτη συνέλευση του ΟΠΕΚ, το 1960, στη Βαγδάτη.
Η συνέλευση εκείνη έλαμψε σαν την πρώτη αστραπή πάνω από τους λαούς της Αραβικής χερσονήσου, αδύναμους ακόμα, οι οποίοι μόλις άφηναν πίσω τους την εποχή της αποικιοκρατίας και της χωρίς έλεγχο εκμετάλλευσης του μαύρου χρυσού τους από τις αποκαλούμενες «Επτά Αδελφές» του πετρελαίου.
Πράγματι, στις πρώην αποικίες, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου είχαν υπό τον έλεγχό τους όλα τα στάδια της εκμετάλλευσης του μαύρου χρυσού -από την εξόρυξη και την άντληση, μέχρι την διύλιση και τη λιανική πώληση στα πρατήρια βενζίνης. Επίσης, οι «Επτά Αδελφές» καθόριζαν όπως αυτές ήθελαν τις ποσότητες παραγωγής, τις τιμές αγοράς, τα μέσα μεταφοράς και την τιμή διάθεσης του τελικού προϊόντος σε κάθε χώρα. Επόμενο ήταν, λοιπόν, οι χώρες - παραγωγοί πετρελαίου να ενωθούν σε μία ιερά συμμαχία κατά της Δύσης, η οποία, από βιομηχανικής πλευράς, είχε πάνω από 40% πετρελαϊκή εξάρτηση.
Μπορούμε έτσι να πούμε ότι βάσεις για την ίδρυση του ΟΠΕΚ και τη μετέπειτα πετρελαϊκή κρίση είχαν ριχτεί από τις εταιρείες πετρελαίου και τις συμπεριφορές τους.
Αλλά κανένας πολιτικός, οικονομολόγος ή ειδικός σε θέματα πετρελαίου δεν ήταν σε θέση -εκτός, ίσως, ελαχίστων εξαιρέσεων- να προβλέψει τις συνέπειες της μοιραίας απόφασης που πήρε μία ημέρα ο Μονρόε Ράθμπον, ο πρόεδρος της ESSO, της κυριότερης αμερικανικής εταιρείας πετρελαίων.
Διαπιστώνοντας ότι η υπερπαραγωγή και οι μαζικές πωλήσεις του σοβιετικού πετρελαίου θα προκαλούσαν αναπόφευκτα πτώση της λιανικής τιμής του προϊόντος στην παγκόσμια αγορά, ο πρόεδρος της ESSO, για να μη μειωθούν τα καθαρά κέρδη της εταιρείας του, πρότεινε στο διοικητικό συμβούλιο τη μείωση της περίφημης «Posted Price», δηλαδή της κατώτερης τιμής αγοράς ακαθάρτου προϊόντος ανά βαρέλι, που καθόριζε το ύψος των δασμών που κατέβαλλαν οι μεγάλες εταιρείες στις κυβερνήσεις των χωρών παραγωγής.
Ομως, στην πραγματικότητα, η πρόταση του Μ. Ράθμπον σήμαινε αναγκαστικά μείωση του εισοδήματος των χωρών παραγωγής, εφόσον στην πλειοψηφία τους δεν διέθεταν άλλους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, παρά μόνον τη δασμολόγηση της εξαγωγής του ακαθάρτου πετρελαίου.
Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες βάσιζαν πάνω στη δασμολόγηση του πετρελαίου τον εσωτερικό προϋπολογισμό τους, τον εξοπλισμό τους και τις εισαγωγές τους. Οταν λοιπόν οι «Επτά Αδελφές», ύστερα από πρόταση της ESSO, αποφάσιζαν να πληρώνουν 10 σεντ λιγότερα ανά βαρέλι παραγόμενου πετρελαίου, ελάχιστοι συνειδητοποίησαν τις συνέπειες της απόφασης αυτής.
Ενας από αυτούς, ο Αμερικανός Χάουαρντ Πέιτζ, ακολουθώντας το παράδειγμα διασήμων Βρετανών -όπως ο Τ.Ε. Λόρενς, συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Οι Επτά Στήλες της Σοφίας»- είχε μάθει να αγαπά την Αραβία.
Ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ESSO, με τον τίτλο του ειδικού πάνω στα θέματα της Μέσης Ανατολής, αντέδρασε αμέσως και έγραψε τα εξής στον πρόεδρό του: «Αν κάνετε κάτι τέτοιο, θα πέσουν επάνω σας οι 'Κεραυνοί του Ουρανού'. Δεν μπορείτε να φανταστείτε ούτε την έκταση ούτε τη διάρκεια των συνεπειών της απόφασής σας».
Από πολλές πλευρές, ο Χ. Πέιτζ είχε δίκιο. Η απόφαση των «Επτά Αδελφών» πυροδότησε ραγδαίες εξελίξεις στις χώρες-παραγωγούς πετρελαίου και, με πρωτοβουλία του Χουάν Πάμπλο Περέζ Αλφόνσο, ίδρυσαν μία μικρή Λέσχη, η οποία, ωστόσο, στην ουσία είχε κάτω από τα πόδια της το 90% του πετρελαίου που έρρεε στην παγκόσμια αγορά.
«Θα γράψουμε ιστορία», έλεγε ο Περέζ Αλφόνσο στους φίλους του από τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, το Ιράν και το Κουβέιτ -ήταν οι υπουργοί Πετρελαίου των χωρών αυτών, με σημαντικότερο ανάμεσά τους τον Αμπντουλάχ Ταρίκι.
Ο Α. Ταρίκι ήταν αυτός, εξάλλου, ο οποίος, σε μυστική συνάντηση των «Πέντε» στη Βαγδάτη, το Σεπτέμβριο του 1960, πρότεινε την ίδρυση του Οργανισμού Κρατών Παραγωγής και Εξαγωγής Πετρελαίου (ΟΠΕΚ), και που στην ουσία ήταν και αντίβαρο στην απόλυτη οικονομική και πολιτική κυριαρχία των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου.
«Τα μέλη του Οργανισμού δεν μπορούν πλέον να μένουν παθητικά απέναντι στη συμπεριφορά των εταιρειών. Θα απαιτήσουν για το μέλλον την υπεράσπιση της τιμής του πετρελαίου. Σε πρώτη φάση, θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον για να αποκαταστήσουν την τιμή αγοράς στο ύψος που βρισκόταν πριν από την τελευταία μείωση», τονιζόταν στην πρώτη επίσημη ανακοίνωση του Οργανισμού.
Μια ματιά στην ιστορία της περίφημης «τιμής του ακαθάρτου πετρελαίου ανά βαρέλι» αρκεί για να καταλάβουμε το θέμα στην ουσία του. Το 1900, η τιμή του βαρελιού ήταν 1,20 δολάριο. Τριάντα χρόνια μετά, ύστερα από το περίφημο «κραχ» της Γουόλ Στριτ και τη γενική κρίση που ακολούθησε, η τιμή του βαρελιού ήταν 1,19 δολ. Στη συνέχεια, ήλθε η πρώτη επιτυχία της «νέας οικονομικής πολιτικής» του Φρ. Ρούζβελτ και η εκκίνηση της εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ.
Αποτέλεσμά της ήταν η νέα μείωση της τιμής του πετρελαίου, στο 1,10 δολ. Ακολουθεί το Περλ Χάρμπορ και η είσοδος των ΗΠΑ στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τιμή ανά βαρέλι: 1,14 δολ. Νίκη των Συμμάχων, εισαγωγή του νέου παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, βασισμένου στο αμερικανικό δολάριο, εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ, ίδρυση του ΟΗΕ.
Τιμή ανά βαρέλι: 1,20 δολ. Κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου, δημιουργία του σταλινικού Σιδηρού Παραπετάσματος, διάσπαση της Ευρώπης σε δύο ομάδες δορυφόρων. Τιμή ανά βαρέλι: 1,70 δολ. Δέκα χρόνια αργότερα, γέννηση του ΟΠΕΚ στη Βαγδάτη. Τιμή ανά βαρέλι: 1,80 δολ.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την απόλυτη κυριαρχία των μεγάλων εταιρειών σε ό,τι αφορά την πολύτιμη πρώτη ύλη που λέγεται «ακάθαρτο πετρέλαιο». Επίσης, ξεκάθαρη ήταν τότε και η ενεργειακή εξάρτηση της δυτικής βιομηχανίας από το μαύρο χρυσό, ο οποίος, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και το αίμα του βιομηχανικού πολιτισμού, ο οποίος γνώριζε πρωτοφανή ανάπτυξη από τα μέσα του 20ού αιώνα. Πάνω του στηρίχθηκε η καταναλωτική κοινωνία, από αυτόν χρηματοδοτήθηκαν τα γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας στη Δύση και από τη λογική του ξεπήδησε η πιο απίστευτη τεχνολογική έκρηξη που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος.
Ολα αυτά, και άλλα πολλά, τα έβλεπε ο Α. Ταρίκι, τα ζούσε και ονειρευόταν να τα κάνει πραγματικότητα και στις χώρες που είχαν μαύρο χρυσό στα χέρια τους. Οπως οι περισσότεροι από τους νέους εύπορων οικογενειών της Μέσης Ανατολής, ο Ταρίκι είχε συμπληρώσει τις σπουδές του, μετά τον πόλεμο, στις ΗΠΑ.
Φοβερά εντυπωσιασμένος επισκέφθηκε το Τέξας και τα «20.000 πηγάδια» των πετρελαιοπηγών του. Παρακολούθησε στο Καπιτώλιο όλες τις συνεδριάσεις της Αμερικανικής Γερουσίας -όπου, το 1952, η Επιτροπή Ομοσπονδιακού Εμπορίου (ETC) αποκάλυψε στον αμερικανικό λαό τη μονοπωλιακή μεθοδολογία και τα διπλά λογιστικά βιβλία των εταιρειών του Τέξας.
Ετσι, ο Α. Ταρίκι έζησε από κοντά την τεράστια δύναμη των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου, οι οποίες, για μία μακρά περίοδο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν απόλυτη οικονομική και πολιτική δύναμη. Ηταν οι πιο κερδοφόρες βιομηχανίες στον κόσμο και κρατούσαν το μυστικό της βιομηχανικής ανάπτυξης. Στο όνομα της τελευταίας, εξάλλου, μοιράζονταν αθόρυβα τις αγορές, ανατρέποντας παντού τα τοπικά καθεστώτα, τα οποία τολμούσαν να τους αντισταθούν?
Ετσι, πληροφορημένος, διαφωτισμένος και αποφασισμένος, ο Αμπντουλάχ Ταρίκι άναψε τη φλόγα που θα γινόταν πυρκαγιά σε λίγα χρόνια.
Ακολουθώντας τη λογική συνέπεια των ενεργειών του, ο Σαουδάραβας υπουργός προτείνει στα μέλη του ΟΠΕΚ την ακόλουθη φόρμουλα για την τιμή του πετρελαίου: Καθορισμός, ύστερα από συμφωνία κοινής αποδοχής, της ποσότητας της παραγωγής του πετρελαίου, τέτοιας που να επιτρέπει ουσιαστικό έλεγχο στις δραστηριότητες των εταιρειών, και καθορισμός της τιμής πώλησης και του ύψους των δασμών.
Βέβαιος για το δίκιο του και ενισχυμένος από τις θερμές σχέσεις που ανέπτυξαν οι δύο βασικοί συνεργάτες, η Σαουδική Αραβία και η Βενεζουέλα, ο Α. Ταρίκι εξαπέλυε πλέον την επίθεση που ονειρευόταν από καιρό, με απώτερο σκοπό να σφίξει την τανάλια γύρω από τον λαιμό της Δύσης και να επιβάλει τη δύναμη του ΟΠΕΚ σε παγκόσμια κλίμακα. Η μεγάλη ευκαιρία για να εκδηλωθεί αυτή η φιλοδοξία του ΟΠΕΚ, δόθηκε από τρία γεγονότα.
Πρώτον, την ταπεινωτική ήττα των Αράβων το 1967, στον πόλεμο των «Εξι Ημερών». Δεύτερον, την ανατροπή του βασιλιά Ιντρίς στην Λιβύη και την άνοδο του συνταγματάρχη Καντάφι στην εξουσία. Τρίτον, την υπογραφή μεταξύ του νέου λιβυκού καθεστώτος και των εταιρειών πετρελαίου μίας συμφωνίας αύξησης της τιμής πώλησης της λιβυκής παραγωγής. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1970, για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία των εταιρειών πετρελαίου, μία αραβική χώρα κατάφερνε να επιβάλει αύξηση της τιμής σε ολόκληρο το πετρελαϊκό σύμπλεγμα του δυτικού βιομηχανικού κόσμου. Ο δρόμος για την μεγάλη περιπέτεια του ΟΠΕΚ και την ιστορία της βιομηχανίας είχε ανοίξει.
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση θα εκδηλωθεί τον Οκτώβριο του 1973 -θα εκδηλωθεί δε λίγες ημέρες μετά τη συμμαχική αραβική επίθεση κατά του Ισραήλ, η οποία είχε τότε και ευρύτερη γεωπολιτική σημασία: αυτήν της στενής σύνδεσης της μοίρας του Ισραήλ με τη μοίρα του κόσμου. Ετσι, στις 8 Οκτωβρίου 1973, ο ΟΠΕΚ αναγγέλλει στις εταιρείες πετρελαίου ότι η τιμή του βαρελιού τριπλασιάζεται και, από τα 2,65 δολάρια, πάει στα 6 δολάρια.
Με ένα σύντομο υπόμνημα, ο Σεΐχης Γιαμανί εξέθεσε τους λόγους αυτής της απόφασης. Από το 1970 μέχρι το 1973, η άνοδος του πληθωρισμού στις βιομηχανικές χώρες εξανέμισε όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα που είχε υποσχεθεί η προηγούμενη άνοδος της τιμής του πετρελαίου, για τις χώρες του ΟΠΕΚ. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί.
Από την άλλη πλευρά, παρά τις νέες τιμές, η αύξηση της κατανάλωσης έφθασε σε τέτοιον βαθμό ώστε στις ελεύθερες αγορές -εκεί όπου το πετρέλαιο πουλιέται ανεξάρτητα από τις μακροχρόνιες συμφωνίες και η τιμή του διαμορφώνεται σύμφωνα με τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, όπως π.χ. στην αγορά του Ρότερνταμ- ξεπέρασε, στα τέλη Σεπτεμβρίου, την τιμή των 5 δολαρίων ανά βαρέλι, τη στιγμή που η επίσημη τιμή παρέμεινε καθηλωμένη στα 2,50 δολάρια.
Κατά συνέπεια, ο ΟΠΕΚ έκρινε ότι τα 6 δολάρια ήταν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη τιμή.
Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, υπό την πίεση της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, η κατάσταση προσλαμβάνει δραματική μορφή. Ο ΟΠΕΚ κηρύσσει πετρελαϊκό εμπάργκο κατά της Δύσης -και όχι μόνον. Πρώτο το Ιράκ αναγγέλλει επισήμως, πέρα από τους περιορισμούς στις παραδόσεις του πετρελαίου, και την πλήρη εθνικοποίηση των εγκαταστάσεων της ESSO και της Mobil Oil στις πετρελαιοπηγές της Βασόρας.
Στη συνέχεια, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τα Εμιράτα του Κόλπου διακηρύσσουν από κοινού την άμεση μείωση της παραγωγής τους και τη σταδιακή απαγόρευση των εξαγωγών προς τα λιμάνια της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας.
Η κρίση είναι συγκλονιστική και όλα δείχνουν ότι θα την πληρώσουν πανάκριβα η Ευρώπη και η Ιαπωνία. Η εξάρτηση της Αμερικής από το αραβικό πετρέλαιο το φθινόπωρο του 1973 δεν ξεπερνούσε το ποσοστό του 10%. Με άλλα λόγια, ένα εμπάργκο ελάχιστη ζημιά μπορούσε να τής προκαλέσει. Αντιθέτως, η εξάρτηση της Ευρώπης φθάνει το 75% και της Ιαπωνίας το 80%, γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο στηρίγματα της Αμερικής πέρα από τους ωκεανούς δεν είναι μόνον ευάλωτα, αλλά κάτι χειρότερο: υπονομευμένα.
Η Αμερική δεν θα μπορούσε να δεχθεί τη διάλυση των συμμαχιών της. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε οριστική καταστροφή. Ετσι, με το ξέσπασμα της κρίσης, η παραπαίουσα τότε κυβέρνηση Νίξον δίνει το παράδειγμα της πετρελαϊκής εγκράτειας και καλεί όλες τις χώρες της Δύσης να κάνουν το ίδιο. Οχι όμως χωρίς κάποιες ανομολόγητες σκέψεις, οι οποίες δεν αφορούν το παρόν σημείωμα.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, η πρώτη πετρελαϊκή κρίση υπήρξε σκληρή για την παγκόσμια οικονομία και καταλυτική για τη μετέπειτα μεταμόρφωσή της. Και τούτο διότι, ύστερα από μία μακρά περίοδο ξέφρενης βιομηχανικής ανάπτυξης, η Δύση συνειδητοποιούσε μία σειρά σοβαρών προβλημάτων, τα οποία τη συνόδευαν και, κυρίως, καταλάβαινε ότι έπρεπε να ακολουθήσει δρόμους σταδιακής μείωσης της εξάρτησής της από το πετρέλαιο.
Εως ένα βαθμό, στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής, χάρη στις πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και της χρησιμοποίησης νέων ενεργειακών πηγών, η απεξάρτηση από το πετρέλαιο έχει επιτευχθεί. Κάτι παρόμοιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, έχει επιτευχθεί και στην ιδιωτική κατανάλωση.
Παράλληλα, με αφορμή τις επτά πετρελαϊκές κρίσεις, οι συντελεστές παραγωγής πλούτου έχουν αλλάξει ριζικά στη Δύση, με αποτέλεσμα η σημερινή ανάπτυξη να είναι τρεις φορές λιγότερο ενεργοβόρος από την αντίστοιχη πριν από 29 χρόνια.
Σήμερα, αναδυόμενοι συντελεστές παραγωγής πλούτου είναι η πληροφορία, η γνώση και το πνεύμα -τρεις ανεξάντλητες πηγές, οι οποίες ευνοούν και συγκεκριμένες μορφές δραστηριότητας ελάχιστα ενεργοβόρες.
Παράλληλα, η ενσωμάτωση χωρών - μελών του ΟΠΕΚ και των πετροδολαρίων τους στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, δεν αφήνει πλέον πολλά περιθώρια για απειλητικές πρωτοβουλίες και αντιδυτικές επιδείξεις δυνάμεως. Το Κουβέιτ, λόγου χάρη, γνωρίζει ότι, αν δεν είχε την υποστήριξη της Δύσης, σήμερα θα ήταν επαρχία του Ιράκ υπό το Σαντάμ Χουσεΐν.
Εξάλλου, ο τελευταίος, προκαλώντας τον ιρανο-ιρακινό πόλεμο, έκανε ηλίου φαεινότερη την έλλειψη συνοχής στους κόλπους του ΟΠΕΚ και έφερνε στην επιφάνεια τα τεράστια προβλήματα του Οργανισμού.
Ετσι, με εξαίρεση τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση το 1979, που ήταν ισχυρή και προκλήθηκε από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, οι πέντε κρίσεις, που ακολούθησαν, απορροφήθηκαν χωρίς μεγάλα προβλήματα από τις δυτικές χώρες. Πρόκειται για τις κρίσεις του 1985 (υπερπαραγωγή ΟΠΕΚ), του 1998 (τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ), του 1990 (εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ), του 1991 (αρχή της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου στον Κόλπο) και του 1997 (με αφορμή την ασιατική κρίση).
Αντιθέτως, μπορούμε να πούμε ότι οι κρίσεις αυτές ενίσχυσαν την πορεία των δυτικών χωρών προς τη «νέα οικονομία», με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ανέδειξαν τον παγκόσμιο ρόλο των κεφαλαιαγορών και, μέσα από το φαινόμενο της αλληλεξάρτησης που δημιούργησαν, έκαναν αδήριτη την ανάγκη της δημιουργίας μεγάλων περιφερειακών οικονομικών συνασπισμών.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η πορεία της αρχικής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) προς την ολοκλήρωση και τη διεύρυνσή της, πολλά οφείλει στον? ΟΠΕΚ. Αυτό δεν το λέμε εμείς, είναι κάτι που υπογραμμίζει ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρχιτέκτονας της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης της Ευρώπης, Ζακ Ντελόρ.
Κοντολογίς, είναι σαφέστατο ότι οι πετρελαϊκές κρίσεις αποτέλεσαν την αφορμή και την αφετηρία για την παγκοσμιοποίηση, ταυτόχρονα όμως έφεραν στο προσκήνιο και τις τεράστιες αδυναμίες του ΟΠΕΚ.
Πολλές από τις χώρες - μέλη του, παρά τον πακτωλό πετροδολαρίων που δέχθηκαν, είναι οικονομικά προβληματικές (Ιράκ, Λιβύη, Νιγηρία, Αλγερία), πολιτικά αυταρχικές και γνωρίζουν απίστευτα φαινόμενα διαφθοράς. Ακόμη και η πάντα «συνετή» Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει προβλήματα υπερχρέωσης -κατά τα λοιπά, ωστόσο, άφθονα δισεκατομμύρια πετροδολαρίων βρίσκονται στις τράπεζες της Ελβετίας, του Λονδίνου και του Λουξεμβούργου.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η σημερινή όγδοη πετρελαϊκή κρίση, ναι μεν φαίνεται να έχει κάποιες μικροοικονομικές και μακροοικονομικές επιπτώσεις, πλην όμως απέχει έτη φωτός από τις κρίσεις του 1973 και του 1979. Ακόμα και αν το βαρέλι του πετρελαίου φθάσει τα 120 δολάρια, όπως προβλέπουν κάποιες Κασσάνδρες, η τιμή αυτή θα είναι εξαιρετικά εφήμερη και χωρίς σοβαρές επιπτώσεις.
Γι' αυτό, όλως παραδόξως αλλά ευλόγως, η προθεσμιακή αγορά του πετρελαίου είναι, διεθνώς, φθηνότερη από την τρέχουσα. Από την άλλη πλευρά, η ισχυροποίηση του ευρώ έναντι του δολαρίου αποτελεί πλεονέκτημα για τις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες αγοράζουν και πληρώνουν τον μαύρο χρυσό σε δολάρια.
Μπορούμε έτσι να πούμε ότι η τιμή του βαρελιού αργού πετρελαίου στα 100 δολάρια σηματοδοτεί ουσιαστικά την «μετα - πετρέλαιο» εποχή για τις αναπτυγμένες χώρες.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα προβλήματα για την παγκόσμια οικονομία θα προκύψουν από την υπερθέρμανση της κινεζικής οικονομίας και τις επιπτώσεις της στον ευρύτερο ασιατικό χώρο.
Επίσης, στο μέτρο που στον αναπτυγμένο κόσμο το θέμα των κλιματικών αλλαγών έχει πάρει διαστάσεις ψύχωσης, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι οι πρωτοβουλίες για την εξεύρεση υποκατάστατων του πετρελαίου θα εντείνονται. Συνεπώς, έστω και με αργό ρυθμό, η μεταπετρελαϊκή εποχή έχει για καλά ξεκινήσει.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ