Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μια νευρικότητα επανέρχεται στη συζήτηση για την οικονομία. Η φάση της καταγραφής αισιοδοξίας -ξεκίνημα νέας κυβέρνησης, ραγδαία βελτίωση της θέσης των ελληνικών ομολόγων- και η υποστήριξη της θεωρίας ότι «η οικονομία είναι προπαντός ψυχολογία» πήγαν τα πράγματα μέχρις ενός σημείου.
Όμως ο δείκτης οικονομικής συγκυρίας που υπολογίζεται από το ΙΟΒΕ έπειτα από μήνες βελτίωσης παρουσίασε κόπωση: λιανεμπόριο, καταναλωτική εμπιστοσύνη και υπηρεσίες διορθώνουν προς τα κάτω, ήπια υποχώρηση και στη βιομηχανία. Η Έκθεση του ΔΝΤ μπορεί να δέχθηκε ως εφικτή την υπερκάλυψη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος, όχι όμως και για το 2020 - και ακόμη λιγότερο για τα επόμενα χρόνια. Βέβαια, το Ταμείο βελτιώνει κάπως την πρόβλεψή του για αύξηση του ΑΕΠ (στο 2,3%), όμως παραμένει απαισιόδοξο για τη συνέχεια. Προ ημερών, ήδη, η UBS είχε θεωρήσει ότι οι τοποθετήσεις σε ελληνικό χαρτί άνω της 2ετίας είναι προς αποφυγήν.
(Ασφαλώς, η παράδοση αστοχίας του ΔΝΤ στις προβλέψεις για την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης και η εμμονή σε προβλέψεις που «ταιριάζουν» με τις πάγιες απόψεις του -για μείωση των συντάξεων καθώς και του αφορολόγητου, ώστε να τραπούν πόροι προς αναπτυξιακή χρήση, μαζί βέβαια με την πολύτιμη συνηγορία του για μείωση ως μη διατηρήσιμων των πρωτογενών πλεονασμάτων- δεν μπορεί να παραβλέπονται. Όπως και της UBS η ανοιξιάτικη και ήδη διαψευσμένη δυσθυμία της για την Ελλάδα, που έκανε όσους την άκουσαν στην επιφυλακτικότητά της να χάσουν ένα 6μηνο στο ράλι των ελληνικών ομολόγων - και τα αντίστοιχα κέρδη κεφαλαίου…)
Πιο ευαίσθητο είναι το ζήτημα των επιφυλάξεων που διατυπώνονται (πάλι) από το ΔΝΤ για την αδυναμία που συνεχίζει να χαρακτηρίζει το τραπεζικό σύστημα. Μπορεί ο «Ηρακλής» να έλαβε, με ολοκληρωμένο πλέον το νομοθετικό πλαίσιο, τον δρόμο προς τελική - τελική έγκριση από Φραγκφούρτη και η Τράπεζα της Ελλάδος να επαναφέρει το δικό της σχήμα για τη συνέχεια, όμως και η 4η Έκθεση της Ενισχυμένης Μεταμνημονιακής Παρακολούθησης εκ Βρυξελλών φαίνεται ότι θα διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις για το συνεχιζόμενο ζήτημα των κόκκινων δανείων.
Υπ’ αυτήν ιδίως την έννοια, είχε δυσάρεστη συμμετοχή στη συνολική εικόνα το θέμα που ανακίνησαν -με αφορμή νομοθετική ρύθμιση για «ξεπάγωμα» περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεσμεύονται στην Ελλάδα στο πλαίσιο ερευνών για ξέπλυμα χρήματος/money laundering- οι «Financial Times», παραπέμποντας σε ανησυχία διεθνών φορέων τύπου FATF ή GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είναι αρκετά άβολο να χρειάζεται να εξηγεί κανείς ότι στην Ελλάδα παρόμοιες έρευνες κρατούν 3 και 4 και 5 χρόνια λόγω των ριζωμένων στρεβλώσεων στην απονομή δικαιοσύνης (που φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας, ψυχρά) προκειμένου να δικαιολογήσει το ξεπάγωμα κεφαλαίων έπειτα από 18 μήνες, όπως νομοθετείται.
Όμως όλη αυτή η συζήτηση, μόνον καλό δεν κάνει για τις αυριανές τιτλοποιήσεις!
Προκειμένου λοιπόν να ηρεμήσει η γενικότερη συζήτηση, διερωτώμεθα μήπως -μήπως!- ήταν προτιμότερο να στρεφόταν σε μέτωπα συνδεδεμένα με εκείνα που παραβλέπουμε ως τρέχοντα. Δείτε δύο παραδείγματα πιο εποικοδομητικής προσέγγισης, μιας και είναι μέρες συζήτησης για τα φορολογικά.
Από 21%-26% του ΑΕΠ, που ήταν οι επενδύσεις σε σχηματισμό παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα πριν από το 2009, πλέον το 2018 είχαν καταρρεύσει σε μόλις 11,1%. Στην Ευρωζώνη κατά μέσο όρο κινούνται γύρω στο 21% του ΑΕΠ… Αναζητούσε λοιπόν πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ τρόπους για «Ενίσχυση της αποταμίευσης και ανάπτυξης με μοχλό την κεφαλαιαγορά». Σε μια χώρα όπου τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων είναι μόλις κατά 8% του ΑΕΠ επενδυμένα στην κεφαλαιαγορά και όπου το συνολικό ενεργητικό αμοιβαίων κεφαλαίων είναι στο 4,2% του ΑΕΠ, χρειάζεται ένα ταρακούνημα.
Ένα τέτοιο θα ήταν όντως μια (προσεκτική) ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με έμφαση στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα του συνταξιοδοτικού. Ένα άλλο, στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για μακροχρόνιες επενδύσεις σε «τομείς προτεραιότητας», όπως είναι σήμερα οι καινοτόμες επιχειρήσεις, τα venture capital, οι «πράσινες» επενδύσεις: έκπτωση στον φόρο εισοδήματος ή και μείωση στο φορολογητέο εισόδημα. Ποιος ξεκινάει κάτι τέτοιο;
Ή, πάλι, δείτε το θέμα των οικογενειακών επιχειρήσεων, που κυριαρχούν στον χώρο των μικρομεσαίων -ή και μεγαλύτερων- και που έδωσαν πολύτιμη ανθεκτικότητα στα χρόνια της κρίσης. Πώς θα συνεχιστεί η επιχείρηση άμα η επόμενη γενιά -αν καταφέρει και ξεπεράσει οργανωτικές και οικογενειακές αδυναμίες- βρεθεί μπροστά σε φορολογικό αδιέξοδο, ιδίως αν η επιχείρηση είναι πετυχημένη; Ποιος θα σκεφθεί να βοηθήσει σχήματα όπως η κοινωνία δικαιώματος ή και η μεταβίβαση ψιλής κυριότητας με διατήρηση της επικαρπίας - φορολογικά πάντα;
Τέτοια τρέχοντα ζητήματα αξίζουν την προσοχή μας.
Μπορεί ο «Ηρακλής» να έλαβε τον δρόμο προς τελική - τελική έγκριση από Φραγκφούρτη και η Τράπεζα της Ελλάδος να επαναφέρει το δικό της σχήμα για τη συνέχεια, όμως και η 4η Έκθεση της Ενισχυμένης Μεταμνημονιακής Παρακολούθησης εκ Βρυξελλών φαίνεται ότι θα διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις για το συνεχιζόμενο ζήτημα των κόκκινων δανείων.