Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές πτυχές της εξέλιξης της Κίνας αποτελούν πρόκληση για τις ΗΠΑ. Αυτό που είναι επιτακτικό είναι και οι δύο χώρες να κατανοήσουν πως μια μόνιμη αντιπαράθεση ανάμεσά τους δεν μπορεί να έχει νικητή. Θα έχει καταστροφικό αποτέλεσμα αν οδηγήσει σε μια μόνιμη σύγκρουση».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον άλλοτε «μάγο» της αμερικανικής διπλωματίας, τον πρώην Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ. Μιλώντας πρόσφατα σε εκδήλωση της Εθνικής Επιτροπής για τις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις, ο γηραιός διπλωμάτης είπε ακόμη πως αν δεν υπάρξει λύση, η επακόλουθη σύγκρουση «θα είναι χειρότερη από τους παγκόσμιους πολέμους οι οποίοι κατέστρεψαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό».
«Δεν είναι πλέον δυνατόν να σκεπτόμαστε πως η μία πλευρά μπορεί να κυριαρχήσει στην άλλη. Πρέπει να συνηθίσουν στο γεγονός ότι θα έχουν κάποιου είδους αντιπαλότητες», συμπλήρωσε ο αρχιτέκτονας της αμερικανο-κινεζικής προσέγγισης τη δεκαετία του ‘70, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, με στόχο να αποδυναμωθεί η σοβιετική επιρροή.
Από τότε που τη δεκαετία του ‘90 η Κίνα στράφηκε στην «οικονομία της αγοράς», η Ουάσιγκτον φαίνεται να εφάρμοσε με σχετική επιτυχία την πολιτική προσέγγισης και ενσωμάτωσης της Κίνας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Το 2001 η Κίνα γίνεται μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, με τις απανταχού πολυεθνικές να σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το φθηνό εργατικό δυναμικό και τα ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα.
Λίγοι συνειδητοποιούν ακόμη και σήμερα ότι πολλά από τα δημοφιλή ηλεκτρονικά gadgets συναρμολογούνται στην Κίνα, από υπεργολάβους που εργάζονται για λογαριασμό μεγάλων αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών της υψηλής τεχνολογίας.
Όσο η Κίνα ήταν πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού δεν υπήρχαν λόγοι ιδιαίτερης ανησυχίας, χωρίς ποτέ να ακουστούν λόγια συμπάθειας προς τα εκατομμύρια Κινέζων εργατών που εργάζονται σε συνθήκες «Αγγλίας 19ου αιώνα».
Από τη στιγμή όμως που ο Κινέζος πρόεδρος Σι εγκαινίασε το 2015 πρόγραμμα «Made in China 2025», με σκοπό η χώρα του να πάψει να είναι τροφοδότης μόνο φθηνού εργατικού δυναμικού, αλλά να διεκδικήσει μερίδιο στην πίτα της παγκόσμιας τεχνολογικής ανάπτυξης, όλα άλλαξαν. Η υπόθεση Huawei είναι ίσως η καλύτερη έκφραση της τάσης αυτής.