Από την έντυπη έκδοση
Αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εξέταση των υποθέσεων, αυτεπάγγελτων ή έπειτα από καταγγελία, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η επιτροπή έθεσε σε δημόσια διαβούλευση μέχρι 11/11/2019 ένα επικαιροποιημένο σύστημα προτεραιοποίησης (ΕΣΠ), με στόχο την ενίσχυση της αποδοτικότητας, και της με αυτή συναρτώμενης αποτελεσματικότητας της, λειτουργίας της Ε.Α. «υπό το πρίσμα της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, κατά τρόπο ώστε να προκρίνονται προς διερεύνηση υποθέσεις υψηλής αποδοτικότητας, ήτοι υποθέσεις που μεγιστοποιούν τα προς επίτευξη αποτελέσματα και ελαχιστοποιούν τα κόστη για την πραγματοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών».
Στο πλαίσιο του ΕΣΠ, όπως σημειώνεται, «ο βαθμός προτεραιότητας κάθε υπόθεσης καθορίζεται βάσει της αναλογίας του αντικτύπου της, όπως αυτός ορίζεται με βάση σειρά αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προς την οικονομία χρόνου και πόρων που επιτυγχάνεται βάσει της αξίας των διαθέσιμων σχετικώς αποδεικτικών στοιχείων».
Τι προβλέπεται στη διερεύνηση
Σύμφωνα με τις προτάσεις που τέθηκαν στη διαβούλευση, θα δίνεται έμφαση στη διερεύνηση υποθέσεων/πρακτικών:
- που αφορούν σε οριζόντιες συμπράξεις καρτελικής φύσης και σε καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, έναντι των περιορισμών του ανταγωνισμού που προκαλούν χαμηλότερο αντίκτυπο, όπως, επί παραδείγματι, οι κάθετες συμπράξεις, οι οποίες συχνά συνιστούν την πλειοψηφία των αποφάσεων της επιτροπής,
- που τίθενται υπόψη της επιτροπής από ενώσεις καταναλωτών, με τις οποίες η επιτροπή διατηρεί θεσμική συνεργασία,
- που αφορούν σε είδη καίριας σημασίας,
- που εκτείνονται και σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή καλύπτουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος της ελληνικής επικράτειας,
- που αφορούν σε καινοφανή ή καίρια νομικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν αποσαφήνισης ή ασκούν επίδραση στη συνεργασία με έτερα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αρχών Ανταγωνισμού, για τη συνεκτική εφαρμογή της κείμενης ενωσιακής νομολογίας.
Για την επίτευξη μέγιστης οικονομίας χρόνου και ανθρώπινων πόρων πραγματοποιείται ποιοτική διαβάθμιση των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να αποδίδεται μικρότερη βαρύτητα σε υποθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων υφίσταται ένα minimum στοιχείων που κατατείνουν στην τεκμηρίωση της παράβασης, και μεγαλύτερη βαρύτητα σε υποθέσεις με στοιχεία υψηλής αποδεικτικής αξίας που καθιστούν την τεκμηρίωση της παράβασης εξαιρετικά πιθανή.
Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο παραγραφής της δυνατότητας της επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις, εισάγεται η χρήση ενός συντελεστή επικείμενης παραγραφής.
Μη έναρξη ή μη συνέχιση υποθέσεων
Το επικαιροποιημένο σύστημα προτεραιοποίησης λαμβάνει υπ’ όψιν παράγοντες που συντείνουν στην, υπό προϋποθέσεις, μη έναρξη ή μη συνέχιση της έρευνας από την επιτροπή, εφόσον πρόκειται για υποθέσεις:
- για τις οποίες η Ανεξάρτητη Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων λόγω παραγραφής της παράβασης κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας ή έναρξης της αυτεπάγγελτης έρευνας,
- για τις οποίες η παρέμβασή της θα ήταν αναποτελεσματική και η είσπραξη τυχόν επιβαλλόμενου προστίμου εξαιρετικά δυσχερής λόγω της λύσης των ερευνώμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, της θέσης τους σε εκκαθάριση, της κήρυξής τους σε πτώχευση, της υπαγωγής τους σε διαδικασία συνδιαλλαγής, πτωχευτικού συμβιβασμού ή σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες,
- που αφορούν σε κάθετες συμπράξεις, οι οποίες δεν ενσωματώνουν περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας ή δεν έχουν σωρευτικό αποτέλεσμα,
- που αφορούν σε ενδεχόμενες παραβάσεις, οι οποίες έχουν παύσει κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας ή έναρξης της αυτεπάγγελτης έρευνας, εφόσον, τα υπό εξέταση πραγματικά περιστατικά παρέχουν στην επιτροπή τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι τυχόν βλαπτικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα δε διατηρούνται,
- ως προς τις οποίες, τυχόν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού έχουν ήδη αρθεί ή μπορούν να αρθούν είτε χωρίς παρέμβαση της επιτροπής π.χ. μέσω ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας, είτε με παρέμβασή της, μέσω γνωμοδότησης ή κανονιστικής παρέμβασης,
- υποθέσεις για πρακτικές, για τις οποίες η Αρχή έχει ήδη διαπιστώσει παράβαση, έχει επιβάλει κυρώσεις ή έχει κρίνει ότι δε συνιστούν παράβαση και η απόφαση έχει τελεσιδικήσει,
- καταγγελίες που αφορούν κατά κύριο λόγο σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου και όχι στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και αν αφορούν σε τυχόν παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού,
- καταγγελίες στις περιπτώσεις που ο εντοπισμός του καταγγέλλοντος/των καταγγελλόντων είναι αδύνατος, παρά τις σχετικές τεκμηριωμένες προσπάθειες της Αρχής.