Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Στο βιβλίο «Το Φεστιβάλ του Θανάτου - Τρεις Νουβέλες και ένα διήγημα» του Γιάννη Μαρή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, προσφέρεται στον αναγνώστη ένα μικρό πανόραμα της γραφής του Μαρή -με τα θέματα, τους χαρακτήρες και την πλοκή των λαϊκών αφηγήσεών του -μέσα από ιστορίες ανέκδοτες έως σήμερα σε βιβλίο.
Είναι όλα δημοσιευμένα για πρώτη φορά σε εφημερίδες και περιοδικά μεταξύ του 1960 και του 1962, μιας πολύ παραγωγικής τριετίας του συγγραφέα.
«Το Φεστιβάλ του θανάτου» διαδραματίζεται με φόντο το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, το Ναύπλιο και το Μπούρτζι. Ο πρωταγωνιστής, alter ego του Μαρή, που έχει «γράψει κάμποσα σενάρια με αξιοθαύμαστη εμπορική επιτυχία» και παρακολουθεί τα γυρίσματα μιας ταινίας για την οποία έχει γράψει το σενάριο, κάνοντας διάλειμμα από τη δημοσιογραφική δουλειά του, εμπλέκεται σε μια ιστορία φόνου, απαγωγών και αναζήτησης κρυμμένου θησαυρού των Εβραίων της Κατοχής στην Ελλάδα, θέμα που συχνά έχει απασχολήσει τον συγγραφέα. Ο Μαρής είναι, ίσως, ο πρώτος συγγραφέας που πρώιμα ασχολείται με αυτά τα ζητήματα στην Ελλάδα.
Το διήγημα «Δωμάτιο Νο 11» παρουσιάζει έναν δημοσιογράφο, μια καυτή μέρα του Αυγούστου στον θεσσαλικό κάμπο, να διανυκτερεύει στο «στοιχειωμένο» δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Είναι γραμμένο στο ύφος των διηγημάτων τρόμου και υπερφυσικού του 19ου αιώνα -αποτελώντας, κάπως, εξαίρεση στη θεματική του Μαρή. «…Ξύπνησα μ’ ένα βάρος και με την αίσθηση μιας δυσάρεστης παρουσίας. Μισάνοιξα τα μάτια μου κι απότομα πάγωσα. Κάτι τρομερό γινόταν στο δωμάτιό μου κι αυτό το κάτι το ’βλεπα καθαρά. Εκεί, προς τον τοίχο, απέναντι από το κρεβάτι μου. Θέλησα να φωνάξω μα δεν μπόρεσα. Η φωνή πνιγόταν στο λαρύγγι μου. Γεμάτος φρίκη έβλεπα…».
«Το Τελευταίο καλοκαίρι» είναι μια εκτενής νουβέλα, στο μέγεθος μικρού μυθιστορήματος. Εδώ παρουσιάζεται ο παθιασμένος έρωτας ενός γοητευτικού, ώριμου, πετυχημένου γιατρού με μια κατά πολύ νεότερή του ακροβάτισσα και η αναμενόμενη δραματική εξέλιξή του –«...Έναν μήνα μετά τη γνωριμία τους είχε καταντήσει ένα νευρόσπαστο της αγάπης του. Το έβλεπε αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Είχε παραμελήσει τις σχέσεις του, τους γνωστούς, ακόμα και τη δουλειά του. […] Ήταν μια αρρώστια κι ένα μαρτύριο. Ζούσε διαρκώς με την αγωνία πως θα τη χάσει κι έκανε ό,τι νόμιζε πως θα τον βοηθούσε να το αποφύγει. Τη γέμισε δώρα. Έβρισκε κάθε ευκαιρία για να της δώσει λεφτά. Μεταχειριζόταν ακόμη και μικρές πονηριές για να της δίνει…». «Το Τελευταίο καλοκαίρι» στη δημοσίευσή του αναφέρεται ως «σύγχρονο, κοινωνικό, αθηναϊκό μυθιστόρημα».
«Ο Τρίτος δρόμος» κλείνει τον τόμο με μια ιστορία πλαστοπροσωπίας -συχνό μοτίβο στον Μαρή, σκηνοθετημένου φόνου και εκβιασμού.
Η έκδοση συνοδεύεται από εικονογραφήσεις της εποχής των πρώτων δημοσιεύσεων στις εφημερίδες και τα περιοδικά από τον Φ. Δελλή και τον Μ. Γάλλια, καθώς και από εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη.