Για «σημαντική τομή» στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την παροχή διεθνούς προστασίας κάνει λόγο το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με αφορμή την προχθεσινή κατάθεση στη Βουλή του σχεδίου νόμου με τίτλο «Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις», που συζητείται στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης.
Με βάση τον προγραμματισμό, αύριο θα ακολουθήσει η ακρόαση φορέων και η συζήτηση επί των άρθρων και την ερχόμενη Τρίτη θα γίνει η δεύτερη ανάγνωση του νομοσχεδίου, που θα εισαχθεί στην Ολομέλεια για ψήφιση την Πέμπτη 31 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με το υπουργείο, με τις προτεινόμενες διατάξεις συστηματοποιείται, ενοποιείται κι αναπροσαρμόζεται σε ένα ενιαίο νομοθέτημα το σύνολο των διατάξεων που διέπουν την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών, ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, το καθεστώς των προσφύγων ή των ατόμων που δικαιούνται επικουρική προστασία, την υποδοχή των εν λόγω αιτούντων, τη διαδικασία χορήγησης κι ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς και τη διαδικασία παροχής δικαστικής προστασίας.
Σύμφωνα με το υπουργείο, η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο νομοθέτημα των εθνικών ρυθμίσεων με τις οποίες ενσωματώνονται οι Οδηγίες που συγκροτούν κατά κύριο λόγο το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου επιβλήθηκε ως αναγκαιότητα για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι επιβάλλεται η ύπαρξη ενός νομοθετικού πλαισίου εύχρηστου για τους εφαρμοστές του δικαίου, δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους. Πλέον, στη διάθεσή τους θα έχουν ένα νομοθέτημα, ένα «εύχρηστο» κι ευνόητο βοήθημα, το οποίο θα ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν εν γένει τη διεθνή προστασία, χωρίς να υποχρεώνονται να ανατρέχουν σε διάσπαρτα νομοθετικά κείμενα.
Ο δεύτερος αφορά στην ουσία των ρυθμίσεων: Τα διάσπαρτα μέχρι σήμερα νομοθετικά κείμενα, με τα οποία είχαν μεταφερθεί στο ελληνικό Δίκαιο οι σχετικές Οδηγίες, περιλάμβαναν αφενός διατάξεις όχι σύμφωνες με τον σκοπό, το πνεύμα και το γράμμα των Οδηγιών, αφετέρου διατάξεις που τα τελευταία χρόνια είχαν υποστεί διαδοχικές τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα συνονθύλευμα διατάξεων, που κάθε άλλο παρά σαφήνεια προσέδιδε στον νόμο.
«Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου στοχεύει στο α) να εισαγάγει στην ελληνική έννομη τάξη ένα σαφές νομικό πλαίσιο, β) να διορθώσει τα εγγενή σχεδιαστικά σφάλματά του έως σήμερα αδόμητου, εν πολλοίς, ελληνικού συστήματος παροχής ασύλου, γ) να επανασχεδιάσει ένα νέο σύστημα το οποίο θα είναι σε αρμονία με τις επιταγές του ενωσιακού νομοθέτη και το οποίο θα σέβεται πράγματι στην πράξη τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και όχι απλώς θα διακηρύσσει νομοθετικά τον σεβασμό αυτών» υπογραμμίζει το υπουργείο.
Ταυτόχρονα, το ν/σ περιλαμβάνει«όλα αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα επιτρέπουν στο ελληνικό σύστημα ασύλου να αντιμετωπίζει τη σημερινή πραγματικότητα, μέσα στην οποία καλείται να λειτουργήσει: κλειστά σύνορα, αυξημένες ροές, έλλειψη φέρουσας ικανότητας της Ελλάδας να υποδεχθεί όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, οι οποίοι επιθυμούν, για λόγους που δεν συνάπτονται όμως με το πνεύμα και τον σκοπό της διεθνούς προστασίας, να εισέλθουν και να παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια, δ) να θέσει κανόνες, σαφείς και συγκεκριμένους, βάζοντας τέλος στην μέχρι σήμερα ασάφεια ως προς το τί πραγματικά ισχύει σε νομοθετικό επίπεδο, ασάφεια που επηρέαζε τόσο την λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών όσο και τους ίδιους τους αιτούντες, οι οποίοι ενόψει και της δυσχερούς θέσης στην οποία, αδιαμφισβήτητα, βρίσκονται αδυνατούσαν μέχρι σήμερα να κατανοήσουν ουσιαστικά, ποια είναι ακριβώς η διαδικασία στην οποία θα υποβληθούν και ποια είναι επακριβώς τα δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις, τις οποίες αυτονόητα πρέπει να τηρούν, όπως εξάλλου γενικότερα οποιοσδήποτε πολίτης ή διαμένων σε ένα κράτος υποχρεούται να τηρεί, ε) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης που οδήγησε σε έναν αριθμό αιτούντων, οι οποίοι στην πράξη δεν προστατεύονται καθόσον αφήνονται σε ένα σύστημα ασαφές, δυσλειτουργικό, με αργούς ρυθμούς, περίπλοκες διαδικασίες, και ουσιαστικά μη αποτελεσματικό, με συνέπεια στην πραγματικότητα να εγκλωβίζονται σε μία κατάσταση μετέωρη και αβεβαιότητας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στ) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης που αγνοούσε ότι το δίκαιο της διεθνούς προστασίας είναι ποιοτικώς και ουσιωδώς διάφορο του εν ευρεία εννοία δικαίου αλλοδαπών. Μιας νομοθέτησης, που αγνοούσε ότι το δίκαιο διεθνούς προστασίας σκοπό έχει να προστατέψει μόνον τους «ικέτες» ως ύψιστη πράξη ανθρωπισμού, και όχι να διευρύνει τα όρια της έννοιας και να συμπεριλάβει πρόσωπα που στερούνται των ποιοτικών αυτών χαρακτηριστικών του πρόσφυγα, ζ) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης, που οδήγησε σε έναν απροσδιόριστο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι παραμένουν στη χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, που δεν προστατεύονται αλλά αφήνονται σε κυκλώματα που τους εκμεταλλεύονται, που δεν εντοπίζονται από τις αρχές και κατά συνέπεια δεν επιστρέφονται στις χώρες καταγωγής τους».
Το σχέδιο νόμου απαρτίζεται από πέντε Μέρη, τα οποία στην ουσία απεικονίζουν όλη τη διαδικασία, από την αρχή έως το τέλος, που ακολουθείται για την παροχή διεθνούς προστασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αιτούντων διεθνή προστασία, όλες τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται οι αρμόδιες αρχές, αλλά και οι αιτούντες διεθνή προστασία να ενεργήσουν και το πνεύμα και τη φύση της ουσιαστικής δικαστικής προστασίας που παρέχεται στους αιτούντες διεθνή προστασία.
Ειδικότερα με το Μέρος Α΄ (άρθρα 1-38) ενσωματώνεται εκ νέου η Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 «σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας».
Με το Μέρος Β΄ (άρθρα 39-61) ενσωματώνεται εκ νέου η Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία».
Με το Μέρος Γ΄ (άρθρα 62-107) ενσωματώνεται εκ νέου η Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας».
Με το Μέρος Δ΄ (άρθρα 108-115) μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο εκ νέου τα άρθρα 46 και 47 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και εισάγονται ρυθμίσεις που αφορούν στη δικαστική προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία.
Τέλος με το Μέρος Ε΄ (άρθρα 116-121) εισάγονται οι ειδικές, μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις καθώς και η ακροτελεύτια διάταξη σχετικά με την έναρξη ισχύος.
Τα κυριότερα σημεία και προβλέψεις των προτεινόμενων διατάξεων του σχεδίου νόμου είναι:
1) Η ορθή εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με τις επιταγές του ενωσιακού νομοθέτη.
2) Η συμμόρφωση της εθνικής έννομης τάξης προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3) Η θέσπιση των πέντε διακριτών σταδίων για τη διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης των υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών (ενημέρωση, υπαγωγή, καταγραφή και ιατρικός έλεγχος, παραπομπή σε διαδικασία υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, περαιτέρω παραπομπή και μετακίνηση).
4) Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας «ευάλωτος», ώστε να μη γίνεται κατάχρηση των ευνοϊκών προβλέψεων και δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι εν λόγω κοινωνικές ομάδες, που πολλές φορές καταλήγει να είναι εις βάρος των πραγματικά ευάλωτων προσώπων.
5) Η εισαγωγή ρυθμίσεων με σκοπό την καθιέρωση κι εμπέδωση του καθήκοντος συνεργασίας που πρέπει να έχουν οι αιτούντες με τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες και εν τέλει την επιδίωξη να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των αιτούντων και στο καθήκον τους να συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές.
6) Η πρόβλεψη, μέσω των προτεινόμενων διατάξεων, για την ουσιαστική ένταξη κι ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία των αιτούντων διεθνή προστασία και των μελών της οικογένειάς τους, ειδικά με την εισαγωγή ρυθμίσεων σχετικά με την πρόσβαση στην εργασία και στην εκπαίδευση.
7) Ο ορισμός των προδιαγραφών των συνθηκών κράτησης των αιτούντων, με γνώμονα τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σε συμμόρφωση με το ενωσιακό Δίκαιο.
8) Η διασφάλιση της οικογενειακής ενότητας των αιτούντων και η προστασία των ανηλίκων, ασυνόδευτων ή μη.
9) Η εισαγωγή κυρώσεων για τις περιπτώσεις που διαταράσσεται η ομαλή λειτουργία των Κέντρων και των Δομών, ειδικά σε περιπτώσεις εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς εντός αυτών.
10) Η σαφής καταγραφή κι αποτύπωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών, διαδικασιών και προθεσμιών εντός των οποίων πρέπει να προβούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές και οι αιτούντες ή οι δικηγόροι τους ή οι εξουσιοδοτημένοι σύμβουλοί τους, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος τους ή της προσφυγής τους, πάντα με σεβασμό στα δικαιώματα των αιτούντων, αλλά και με γνώμονα την αποσαφήνιση της τήρησης όλων των υποχρεώσεών τους.
11) Ο καθορισμός της διαδικασίας συζήτησης των προσφυγών, ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, με την καθιέρωση, μεταξύ άλλων, της υποχρεωτικής αυτοπρόσωπης παράστασης του προσφεύγοντος ή μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.
12) Η πρόβλεψη για αποτελεσματική και ουσιαστική παροχή δικαστικής προστασίας στους αιτούντες διεθνή προστασία, μέσω της δυνατότητας άσκησης αίτησης ακύρωσης και προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με σαφείς προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται από όλους.
13) Η μεταφορά της αρμοδιότητας εκδίκασης των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, από τα Διοικητικά Εφετεία στα Διοικητικά Πρωτοδικεία της Αθήνας και Θεσσαλονίκης, λόγω ανάγκης ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων, καθώς τα συγκεκριμένα διοικητικά πρωτοδικεία διαθέτουν υποδομές και οργάνωση για να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών.
14) Η λειτουργική αναδιάρθρωση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών με την πρόβλεψη να συγκροτούνται από τρεις δικαστικούς λειτουργούς, με σκοπό την ενίσχυση της παρεχόμενης προστασίας και την παροχή της ύψιστης εγγύησης ότι τα αιτήματα των υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών θα εξεταστούν από ένα όργανο που πληροί όλες τις εγγυήσεις που απαιτούνται από το ενωσιακό Δίκαιο και από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.