Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Το νέο δεδομένο στην ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία είναι αναμφίβολα η κρίση στην οποία έχει μπει η Γερμανία. Η γερμανική βιομηχανική μηχανή έχει πληγεί βαθιά και δομικά από τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη, καθώς οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, από τις οποίες είχε τόσο επωφεληθεί η Γερμανία διαμέσου της εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου στην Κίνα, τώρα αρχίζουν να διαλύονται. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, βεβαίως, στον οικονομικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά όχι μόνο: οφείλεται, ακόμα βαθύτερα, στη νέα εποχή της κινεζικής μεταρρύθμισης που έχει ανατείλει. Με το πλάνο «Made in China 2025», η Κίνα έχει μπει στη φάση του λεγόμενου «σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού», με διακύβευμα τη μετάβαση από μια καθαρά ποσοτική σε μια πιο ποιοτική ανάπτυξη μέσω της παραγωγής και υιοθέτησης τεχνολογικής καινοτομίας.
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι πως η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και θα οδηγείται περισσότερο, από εδώ και στο εξής, από την πρόοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Αυτή είναι η βασική αιτία για την οποία το τεράστιο πλεόνασμα στο γερμανικό εμπορικό ισοζύγιο, επί του οποίου βασίστηκε η πλήρης απασχόληση στη χώρα, θα υποχωρήσει. Επιπλέον, η Γερμανία άργησε πάρα πολύ να θέσει σε εφαρμογή την ενεργειακή και κλιματική μετάβαση λόγω της μονομερούς αποφάσεως της καγκελαρίου Μέρκελ να απαρνηθεί την πυρηνική ενέργεια και λόγω της αδράνειας των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών να κατανοήσουν τις νέες τάσεις της κατανάλωσης προς ηλεκτρικά αυτοκίνητα μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι το γερμανικό οικονομικό μοντέλο θα χρειαστεί οπωσδήποτε να μετασχηματιστεί, αν όχι να επανεφευρεθεί ριζικά, αργά ή γρήγορα η προτεραιότητα θα αρχίσει να δίνεται λιγότερο στις εξαγωγές και περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση, τοσούτω μάλλον που οι δημόσιες υποδομές της χώρας έχουν υποβαθμιστεί λόγω των πολλών ετών αδράνειας και έλλειψης επενδύσεων για τη συντήρηση και αναβάθμισή τους.
Αυτή η προδιαγραφόμενη αλλαγή ρότας στη Γερμανία συνδυάζεται με την έντονη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία φλερτάρει σοβαρά με τον κίνδυνο της στασιμότητας, αν όχι της ύφεσης. Ωστόσο, ο συνδυασμός μιας δύσκολης πλην αναγκαίας οικονομικής και ενεργειακής μετάβασης στην κεντρική δύναμη της Ευρώπης και της επιδεινούμενης παγκόσμιας συγκυρίας δεν αποτελεί μόνο ένα ρίσκο: ανοίγει επιπλέον και ευκαιρίες που δεν συναντούσαμε εύκολα μέχρι τώρα. Η κύρια ευκαιρία που βλέπω είναι η συνειδητή διαμόρφωση μιας νέας βιομηχανικής στρατηγικής για την Ευρώπη υπό την καθοδήγηση της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με καταλύτη την τεχνολογική αντιμετώπιση της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής. Έτσι, το σχέδιο EUInvest επεξεργάζεται μια ταξινόμηση των τομέων οικονομικής προτεραιότητας ενώπιον του κλιματικού κινδύνου. Για πρώτη ίσως φορά μπορούμε να πούμε ότι η Ένωση δεν φοβάται να προωθήσει μια δυναμική βιομηχανική πολιτική.
Ωστόσο, μια νέα, πιο βολονταριστική βιομηχανική πολιτική για την Ευρώπη, με τη στήριξη της Γερμανίας, απαιτεί την ανάπτυξη μιας σειράς χρηματοοικονομικών εργαλείων διαφορετικής φιλοσοφίας από τα περισσότερα υπάρχοντα (επ’ αυτού του θέματος θα επανέλθω με το άρθρο μου της επόμενης εβδομάδας) και την υποστήριξη από έναν διευρυμένης φορολογικής βάσης και πραγματικά αναπτυξιακό προϋπολογισμό σε επίπεδο Ε.Ε. Θα χρειαστεί, με άλλα λόγια, ως εγγύηση έναν ενισχυμένο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό με την πρόβλεψη τριών κατηγοριών ιδίων πόρων: ένα φόρο επί των ψηφιακών δεδομένων, ο οποίος θα αποκαταστήσει την αδικία της μηδενικής σχεδόν φορολόγησης των (ως επί το πλείστον αμερικανικών) γιγάντων της ψηφιακής οικονομίας, ένα φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, συνδυασμένο με τη δημιουργία μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, και ένα φόρο επί του άνθρακα, ο οποίος θα συνεισφέρει ενεργά στο δομικό μετασχηματισμό της οικονομικής ανάπτυξης προς ένα πιο περιβαλλοντικά φιλικό και βιώσιμο μοντέλο.
Ένας τέτοιος φιλόδοξος προϋπολογισμός θα ξεπεράσει ασφαλώς κατά πολύ το υπάρχον πλαφόν του 1% του μέσου εισοδήματος στην Ε.Ε., καθώς θα κυμαίνεται πιθανώς γύρω στο 3%-3,5% για τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό 2021-2027. Πώς θα συμβεί αυτό; Με ένα προϋπολογισμό του συνόλου των κρατών μελών της Ε.Ε. που φιλοδοξούν να είναι πρωτοπόρα στην ενεργειακή και κλιματική μετάβαση και με την έκδοση «πράσινων» ομολόγων για κεφαλαιουχικές επενδύσεις στις απαραίτητες τεχνολογίες για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Πρόκειται για την ουσιαστικότερη ίσως πολιτική συζήτηση που ανοίγει μπροστά μας για τα επόμενα χρόνια, αν βεβαίως καταφέρουμε να απεγκλωβιστούμε από τη συνεχή πυροσβεστική διαχείριση κρίσεων - οικονομικών, προσφυγικών και γεωπολιτικών.
*Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπλ. καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονία.