Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το βιβλίο «Μια Παράξενη Εξαφάνιση» της Άννα Κάθριν Γκριν (1846-1935) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη.
Η «μητέρα του αστυνομικού μυθιστορήματος», η συγγραφέας που «λάτρεψε», όπως γράφει στην αυτοβιογραφία της, η Άγκαθα Κρίστι και θαύμαζε ο Κόναν Ντόιλ, γράφει μια ιστορία μυστηρίου, έρωτα, αυτοθυσίας, καταπιεσμένων συναισθημάτων και αφόρητων κοινωνικών συμβάσεων. Πρωταγωνιστής ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ Γκράις, το πρότυπο του Ηρακλή Πουαρό και του Σέρλοκ Χολμς.
Την αφήγηση της υπόθεσης κάνει ο Κ., ανερχόμενος νεαρός ντετέκτιβ –«…έχαιρε από εμάς τους άντρες του σώματος, καθολικής αναγνώρισης ως ο πλέον οξυδερκής για να χειριστεί μυστηριώδεις και πρωτοφανείς υποθέσεις, με την εξαίρεση πάντα του κυρίου Γκράις…».
Μια όμορφη ράφτρα εξαφανίζεται ένα βράδυ από την έπαυλη όπου εργαζόταν. Η κυρία Ντάνιελς, οικονόμος, σίγουρη πως πρόκειται για απαγωγή, ζητά την παρέμβαση της αστυνομίας, αλλά οι πληροφορίες που δίνει είναι συγκεχυμένες.
«Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ.
- Την πέταξαν έξω από το παράθυρο; ρώτησα.
-Ω, είπε, χτίζουμε κάποια επέκταση και υπάρχει μια εξωτερική σκάλα που ανεβαίνει στον τρίτο όροφο· από κει την πήραν.
-Μάλιστα. Μοιάζει πάντως με πρόθυμο θύμα, σχολίασα.
Η γυναίκα μου άρπαξε το μπράτσο και το έσφιξε σαν τανάλια.
-Μην το πιστεύετε, είπε με κομμένη την ανάσα, σταματώντας στη μέση του δρόμου. Αν αυτά που σας λέω είναι αλήθεια και οι διαρρήκτες, ή όποιοι κι αν ήταν αυτοί, την πήραν πράγματι μαζί τους, τότε η κοπέλα πέρασε τεράστια αγωνία, κάτι τόσο απαίσιο, που θα μπορούσε να τη σκοτώσει, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Δεν ξέρετε για τι πράγμα μιλάμε, δεν την έχετε δει ποτέ…
-Ήταν όμορφη; ρώτησα, καθώς την έπιασα κι εγώ από το μπράτσο για να συνεχίσουμε το δρόμο μας, διότι οι περαστικοί είχαν αρχίσει να γυρίζουν τα κεφάλια τους και να μας κοιτάζουν. Η ερώτηση φάνηκε να την ξαφνιάζει.
-Α, δεν ξέρω, μουρμούρισε, για ορισμένους μπορεί όχι, αλλά για μένα ήταν πάντα όμορφη·
εξαρτάται από το πώς την κοιτούσες.
Για πρώτη φορά ένιωσα μέσα μου να χτυπάει το καμπανάκι της επαγρύπνησης. Δεν μπορούσα να πω γιατί. Το ύφος της ήταν περίεργο, μιλούσε σαν να αναλογιζόταν, σαν να ζύγιζε κάτι στο μυαλό της. Αλλά και πάλι η όλη συμπεριφορά της ήταν περίεργη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που μ’ έκανε καχύποπτο, αποφάσισα ότι από κει και πέρα έπρεπε να την προσέχω πολύ». Ο κύριος Μπλέικ, αφέντης του σπιτιού, δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση, ωστόσο αρχίζει να τριγυρνά στα πιο περίεργα μέρη αναζητώντας κάποια κοπέλα.
«Ξαφνικά ένα βαθύ κόκκινο χρώμα κάλυψε τα συνήθως απαθή μάγουλά του.
-Το παρατραβάτε, κύριε, είπε και σταμάτησε. Αν και άνθρωπος με έντονη προσωπική υπερηφάνεια, δεν ήταν οξύθυμος, ή τουλάχιστον δεν θεώρησε σώφρον να το δείξει. Είδα και μίλησα με μια κοπέλα στη γωνία του συγκεκριμένου δρόμου πριν από μερικές ημέρες, συνέχισε σε πιο ήπιο τόνο, αλλά ότι ήταν αυτή που ζούσε εδώ ούτε το ήξερα τότε ούτε το πιστεύω τώρα χωρίς επαρκείς αποδείξεις. Έπειτα ρώτησε με μια βαθιά φωνή, την επιβλητικότητα της οποίας είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς: Οι Αρχές της πόλης έχουν τολμήσει να βάλουν κατάσκοπο να παρακολουθεί τις κινήσεις μου σε σημείο που η συνομιλία μου με ένα άμοιρο πλάσμα στη γωνία του δρόμου όχι μόνο να καταγραφεί αλλά και να μνημονεύεται;
-Κύριε Μπλέικ, παρατήρησε ο κύριος Γκράις, κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα υπερήφανος για τον προϊστάμενό μου, κανένας πραγματικός πολίτης και χριστιανός δεν θα πρέπει να έχει αντίρρηση να τεθεί υπό παρακολούθηση όταν από δική του αβλεψία, ίσως, έχει προκαλέσει υποψίες, οι οποίες για να αρθούν απαιτούν ένα τέτοιο μέτρο.
-Θέλετε να πείτε ότι με παρακολουθείτε; Ρώτησε χάνοντας το χρώμα του. Έσφιξε τα χέρια του και κοίταξε σταθερά τον κύριο Γκράις και μετά εμένα.
-Ήταν απολύτως απαραίτητο.
Ο εξοργισμένος τζέντλεμαν έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου».
Ποια μυστικά κρύβουν η κυρία Ντάνιελς και ο κύριος Μπλέικ; Πώς συνδέεται η υπόθεση με την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης, αλλά και με δύο περιβόητους και επικίνδυνους ληστές;
Σε μία από τις κορυφαίες στιγμές περιγραφής ψυχικής κατάστασης –που δεν απουσιάζουν από το μυθιστόρημα, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας αναφέρει, λιτά και συγκλονιστικά ταυτόχρονα: «… κι αναρωτιέμαι γιατί δεν πήρα το πιστόλι από το τραπέζι δίπλα μου να τη σκοτώσω επιτόπου σαν αποζημίωση για τη δυστυχία που της προκάλεσα…».
Στη χαρισματική γραφή της Γκριν, η πληροφορία προσφέρεται στον αναγνώστη με τον ιδανικό τρόπο και στη σωστή δοσολογία. Μέσα από απέριττες προσεγγίσεις, η αγωνία είναι πάντα παρούσα και η ατμόσφαιρα της εποχής διάχυτη. Η μυστηριώδης γοητεία του έργου, σχεδόν ενάμισι αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το 1880, διατηρεί την έντασή της –ο χρόνος που περνά την αναδεικνύει, και τοποθετεί το μυθιστόρημα στα κλασικά του είδους.