Η επιστήμη της πρόβλεψης των σεισμών έχει μια μακρά, θλιβερή ιστορία, που περιλαμβάνει καλές ιδέες οι οποίες απέτυχαν, απογοητευτικά πειράματα και έναν ανεξάντλητο κατάλογο αντιεπιστημονικών ισχυρισμών.
Παρά τις θεωρίες, παρά τα τεράστια ποσά (άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων) που έχουν δαπανηθεί σε εξοπλισμό για τη μελέτη των ρηγμάτων μεταξύ των τεκτονικών πλακών, οι επιστήμονες δεν μπορούν να προειδοποιήσουν εγκαίρως τους ανθρώπους πότε και πού ακριβώς θα κτυπήσει ο επόμενος «μεγάλος» σεισμός.
Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι σεισμολόγοι είναι να προβλέψουν την πιθανότητα να ξαναγίνει ένας σεισμός σε περιοχές οι οποίες έχουν ήδη πληγεί. Οι πιθανότητες αυτές κυμαίνονται συνήθως σε διάστημα 10 ως 30 ετών. Και οι σχετικές προβλέψεις είναι χρήσιμες για να επιλέγονται οι τοποθεσίες όπου κτίζονται φράγματα, δρόμοι και ενεργειακοί σταθμοί σε σεισμογενείς περιοχές, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους που μένουν σε τέτοιες περιοχές.
Πολλοί σεισμολόγοι λένε ότι ένας σεισμός δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί επειδή ο φλοιός της γης είναι ετερογενής. Οποιοσδήποτε μικρός σεισμός μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλο γεγονός. Το κατά πόσον ένας μικρός σεισμός εξελίσσεται σε μεγάλο ή φθίνει σε ένταση εξαρτάται από μυριάδες λεπτομέρειες.
Oι μεγαλύτερες ελπίδες για βραχυπρόθεσμη πρόγνωση στηρίζονται σε μια στατιστική μέθοδο που εντοπίζει τα επικίνδυνα σημεία. Οι περιοχές υψηλού κινδύνου χωρίζονται σε τετράγωνα που η κάθε πλευρά τους έχει μήκος δέκα χιλιομέτρων. Ειδικά μηχανήματα παρακολουθούν τις περιοχές όπου συμβαίνουν συχνοί μικροί σεισμοί, γύρω στα 3 Ρίχτερ. Οταν η δραστηριότητα αυτή αυξάνεται, ένας μεγάλος σεισμός είναι πιθανότερος εντός των επομένων πέντε ετών.
Η μέθοδος αυτή προέβλεψε την τοποθεσία των 12 από τους 14 μέτριους σεισμούς που σημειώθηκαν την περασμένη πενταετία στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Σημειώνεται όμως ότι η μέθοδος προβλέπει το πού, αλλά όχι ακριβώς το πότε».
Τη δεκαετία του '70, δημιουργήθηκαν ελπίδες ότι η λεγόμενη θεωρία του σεισμικού χάσματος θα οδηγούσε σε ακριβείς προβλέψεις. Ζώνες σεισμικών ρηγμάτων χωρίστηκαν σε μικρότερα τμήματα για τα οποία διατυπώθηκε η υπόθεση ότι θα κινούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τι γίνεται όμως όταν υπάρχει αλληλεπίδραση πολλών ρηγμάτων;
Aνάγνωση της κλίμακας Richter
Η κλίμακα Richter -φέρει το όνομα του αμερικανού φυσικού Charles F. Richter του Ιδρύματος Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας, ο οποίος τελειοποίησε το 1935 με τον συνεργάτη του Μπένο Γκούτεμπεργκ την κλίμακα με το να μελετήσει περισσότερους από 200 σεισμούς σε ένα έτος- δεν μετρά τα αποτελέσματα ενός σεισμού, αλλά δίνει την ισχύ του σε ένα δεδομένο σημείο από την άποψη της ενέργειας που απελευθερώνεται. Για να γίνει κατανοητή η αντιστοιχία των εννοιών μέγεθος - ενέργεια αρκεί να αναφερθεί ότι για μεγάλους σεισμούς (μέγεθος 8,7 - 8,9) η ενέργεια που εκλύεται είναι περίπου 900 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της βόμβας στη Χιροσίμα.
Αρχικά, αυτή η κλίμακα είχε ως προορισμό να μετρά τους σεισμούς στην Καλιφόρνια και είχε βαθμούς από το 1 έως το 9, διότι σεισμοί πιο ισχυροί φαίνονταν αδύνατοι στην περιοχή. Δεν υπάρχει όμως θεωρητικό όριο σε αυτό το σύστημα μέτρησης, για το λόγο αυτό μιλάμε για "ανοιχτή κλίμακα" Ρίχτερ. H κλίμακα είναι λογαριθμική. Ετσι κάθε επιπλέον βαθμός αντιπροσωπεύει 10 φορές το τράνταγμα του εδάφους του επόμενου χαμηλότερου (ακέραιου) αριθμού. Καθώς η δύναμη ενός σεισμού αυξάνεται κατά ένα στην κλίμακα Ρίχτερ, ο σεισμός απελευθερώνει 31 φορές περισσότερη ενέργεια.
H 12βαθμη κλίμακα Mercalli, που χρησιμοποιείται ακόμη από τους ιταλούς γεωφυσικούς, είναι πιο υποκειμενική και βασίζεται στην έκταση των ζημιών που παρατηρούνται. Παραδείγματος χάριν, ένας σεισμός που καταχωρείται "πέντε" στην κλίμακα Mercalli ορίζεται ως αυτός που κάνει τις καμπάνες να ηχούν, αλλά προξενεί ελάχιστη ή καμία ζημία. Αλλά ένας σεισμός που καταχωρείται σαν 12 στην κλίμακα Mercalli θα δημιουργούσε νέα τοπογραφία στη Γη.
K.T.