Πότε καταναλώνουν οι άνθρωποι περισσότερο φαγητό; Όταν δειπνούν μόνοι ή με παρέα; Μία νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ δίνει την απάντηση.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι ανέλυσαν δεδομένα από 42 υφιστάμενες μελέτες – και επιβεβαίωσαν τις σχετικές… υποψίες – οι άνθρωποι τρώνε περισσότερο όταν είναι παρέα με φίλους ή με την οικογένεια συγκριτικά με τις περιστάσεις που δειπνούν μόνοι τους.
Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας έδειξαν ότι αυτοί που δειπνούν με παρέα καταναλώνουν 48% περισσότερο φαγητό συγκριτικά με εκείνους που τρώνε μόνοι, φαινόμενο που ονομάζεται κοινωνική διευκόλυνση (social facilitation).
Κατά τους ερευνητές, στα αρχαία χρόνια οι τροφοσυλλέκτες μοιράζονταν την τροφή για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους στις περιόδους επισιτιστικής ανασφάλειας. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός επιβίωσης ενδέχεται να διατηρείται μέχρι και σήμερα με αποτέλεσμα να τρώμε περισσότερο όταν είμαστε με φίλους ή με την οικογένεια για ποικίλους λόγους.
Πρώτον, επειδή η κατανάλωση τροφής με παρέα είναι συνήθως πιο ευχάριστη δραστηριότητα και τα άτομα αισθάνονται ότι ανταμείβονται περισσότερο απ' ό,τι όταν τρώνε μόνα. Δεύτερον, επειδή οι κοινωνικές νόρμες καθιστούν την υπερβολική κατανάλωση τροφής αποδεκτή στο πλαίσιο της παρέας, αλλά όχι και όταν είμαστε μόνοι. Ένας τρίτος λόγος είναι ίσως ότι το να καθόμαστε όλοι μαζί για φαγητό ενδυναμώνει τους μεταξύ μας κοινωνικούς δεσμούς.
Η Έλεν Ράντοκ, της σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, τονίζει ότι τα ευρήματα αυτά δεν επιβεβαιώνονται όταν αυτοί που τρώνε παρέα δεν γνωρίζονται καλά και εξηγεί ότι αυτή η αναστολή της επίδρασης της κοινωνικής διευκόλυνσης ενδέχεται να οφείλεται στην επιθυμία των ανθρώπων να δημιουργούν θετική εντύπωση στα άτομα που πρωτογνωρίζουν, επιλέγοντας έτσι μικρές ποσότητες φαγητού.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι, στην περίπτωση της κοινωνικής διευκόλυνσης, έχουμε κληρονομήσει έναν μηχανισμό που κάποτε εξασφάλιζε τη δίκαιη διανομή της τροφής ανάλογα με τις ανάγκες, αλλά τώρα ασκεί ισχυρή επίδραση σε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες.
Με πληροφορίες από ΑΜΠΕ, University of Birmingham