Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Τρεις Ιταλοί καθηγητές και οικονομολόγοι, έπειτα από μελέτη και ανάλυση 200 περιπτώσεων εφαρμογής πολιτικής λιτότητας, σε 16 χώρες, διαλύουν μύθους και ιδεοληψίες.
AUSTERITY είναι ο τίτλος. «Πότε πετυχαίνει και πότε όχι» είναι ο υπότιτλος. Αλμπέρτο Αλεσίνα, Κάρλο Φαβέρο και Φραντσέσκο
Τζιαβάρο είναι οι συγγραφείς και Princeton University Press ο εκδοτικός οίκος. Το δε βιβλίο σε 296 σελίδες καταρρίπτει μύθους και με χειρουργική ακρίβεια βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Ταυτόχρονα όμως το βιβλίο είναι και εξόχως επίκαιρο, για λόγους που εύκολα καταλαβαίνει κανείς.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Δεν είναι λίγοι οι κεϊνσιανοί κυρίως οικονομολόγοι που άσκησαν δριμύτατη κριτική στην Ευρωζώνη, όταν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της από το 2011 και μετά άρχισαν να εφαρμόζουν πολιτικές λιτότητας, που στόχο είχαν τον περιορισμό της κατανάλωσης, για λόγους δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η πολιτική αυτή, έγραψαν τότε γνωστοί και επώνυμοι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, περιορίζει τη ζήτηση, αποθαρρύνει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων και τελικά οδηγεί στην κρίση. Γιατί λοιπόν πρέπει να ακολουθηθεί;
Ακόμα χειρότερα, επεσήμαιναν οι ίδιοι οικονομολόγοι, η τόνωση της κατανάλωσης και η έλλειψη των επενδύσεων οδήγησαν στη μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και στην ως εκ τούτου επιδείνωση της ποσοστιαίας σχέσης μεταξύ δημοσίου χρέους και ΑΕΠ. Έτσι, με τις πολιτικές λιτότητας, συμπεραίνουν οι κατά της λιτότητας οικονομολόγοι, επιτυγχάνεται ο αντίθετος στόχος από αυτόν που επιδιώκει η ασκούμενη οικονομική πολιτική. Αυτήν την κατά τη γνώμη του υπεραπλουστευμένη θεώρηση της λιτότητας, ο Ιταλός καθηγητής στο Χάρβαρντ και οικονομολόγος Αλμπέρτο Αλεσίνα, γνωστός για την εξειδίκευσή του στο επίμαχο αυτό θέμα, μαζί με δύο ακόμα καταξιωμένους συναδέλφους του, όχι μόνον την αμφισβητεί, αλλά αποδεικνύει με στοιχεία που δύσκολα αμφισβητούνται ότι «η λιτότητα ως τέτοια δεν υπάρχει».
Έχοντας «ξεσκονίσει» 200 πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη ζώνη των χωρών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) από το 1971 και μετά, οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι επιτυχία είχαν μόνον όσες από αυτές στηρίχθηκαν στη μείωση των δημοσίων δαπανών και όχι στην αύξηση της φορολογίας.
«Σε χώρες του ΟΟΣΑ που έχουν ήδη υψηλά επίπεδα φορολογικής επιβάρυνσης, οι νέες αυξήσεις της φορολογίας είναι αυτές που οδηγούν σε μόνιμη ύφεση, τονίζουν οι τρεις οικονομολόγοι. Για να επισημάνουν στη συνέχεια ότι οι πολιτικές λιτότητας που στηρίχθηκαν στην ουσιαστική μείωση των κρατικών δαπανών, αλλά και στην ταυτόχρονη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους όχι μόνον πέτυχαν τη δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά δημιούργησαν και υγιείς συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης». «Όλες οι πολιτικές που κύριο στόχο τους είχαν τη μείωση των δημοσίων δαπανών, ελάχιστα επηρέασαν τη δραστηριότητα. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις μελέτες τους τα τριάντα τελευταία χρόνια, δημιούργησαν κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας, ευνοϊκό για την ανάπτυξη», τονίζει ο Αλμπέρτο Αλεσίνα, προσκομίζει δε σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τη θέση του.
Κατά τους Ιταλούς οικονομολόγους, πρόκειται για την περίφημη αρχή της «ρικαρντικής ισοδυναμίας» που περιέγραψε ο κλασικός οικονομολόγος Ντέιβιντ Ρικάρντο στο μεταίχμιο του 18ου και 19ου αιώνα. Κατά τον Βρετανό οικονομολόγο, αν οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών υπαγορεύουν τόνωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων των επιχειρήσεων, από την άλλη πλευρά δημιουργούν την πρόβλεψη μιας μελλοντικής μείωσης των φόρων, οι οποίες τονώνουν την επιχειρηματική επενδυτική δραστηριότητα. Υπό αυτή την έννοια, παίζει τεράστιο ρόλο η αντίληψη που έχουν για τις πολιτικές λιτότητας οι φορείς της οικονομικής δραστηριότητας. Όσο πιο ισχυρές και διαρκείς είναι οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών, τόσο λιγότερες υφεσιακές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις έχει η εφαρμογή τους. Από την άποψη αυτή, οι τρεις συγγραφείς αναφέρονται στις πετυχημένες περιπτώσεις πολιτικών λιτότητας στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στην Ισπανία, στη Σουηδία και στον Καναδά. Αναφερόμενοι επίσης στην ελληνική περίπτωση, καταρρίπτουν πολλούς μύθους και τονίζουν ότι αν η Ελλάδα στην αρχή της κρίσης είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους δανειστές της ότι μπορεί να μεταρρυθμιστεί και να βάλει τάξη στην οικονομική της οργάνωση, από καιρό θα είχε αφήσει πίσω της την κρίση. Η Ελλάδα, κατά τους συγγραφείς, έχει σοβαρό παραγωγικό και θεσμικό πρόβλημα, το οποίο όσο δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά, τόσο θα διαιωνίζονται αβεβαιότητα και υποτονική ανάπτυξη. Περιττό να τονίσουμε ότι το βιβλίο έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο χώρο των γνήσιων κεϊνσιανών οικονομολόγων και πάνω σε αυτές θα επανέλθουμε.