«Η ανάκαμψη των θεσμών συνιστά τη μείζονα διακύβευση, την οποία θα πρέπει να διασφαλίσουν η νέα κυβέρνηση και η νέα βουλή» τονίζει ο υπουργός Επικρατείας και καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Γεραπετρίτης. «Και αυτό διότι την περασμένη τετραετία σημειώθηκαν παθολογικά φαινόμενα σε σχέση με τους θεσμούς και υποβαθμίστηκε η αναγκαία για το πολίτευμα διάκριση των λειτουργιών. Μπορεί να επιστρέφουμε σταδιακά σε μια δημοσιονομική κανονικότητα, αλλά το πλήγμα στους θεσμούς είναι μεγάλο και θα έχει μακροσκοπικά σημαντικές συνέπειες, αν δεν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο ασφαλές και σύγχρονο θεσμικό περιβάλλον», υπογραμμίζει, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».
Επισημαίνει ότι στο πρώτο νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη βουλή και θα αφορά το επιτελικό κράτος, θα προβλέπεται η διεξαγωγή των υπουργικών συμβουλίων κάθε μήνα σε τακτό χρόνο και καθένα από αυτά θα έχει συγκεκριμένο στόχο που θα αφορά τον συνολικό προγραμματισμό, την επεξεργασία των στόχων και την έγκριση ενός συνολικού επιχειρησιακού σχεδίου. «Στη βάση αυτού του κυβερνητικού προγράμματος, η προεδρία της κυβέρνησης και το κάθε υπουργείο θα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος στο οποίο θα εντάσσονται όλα τα δεδομένα που θα αφορούν στόχους», σημειώνει ο κ. Γεραπετρίτης,
Τέλος, ο κ. Γεραπετρίτης υπογραμμίζει ότι «η πιο σημαντική διάταξη που τίθεται προς αναθεώρηση είναι αυτή που αφορά τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε πλέον η αδυναμία της βουλής να ψηφίσει Πρόεδρο με την προβλεπόμενη αυξημένη πλειοψηφία να μην οδηγεί σε διάλυση της βουλής και προκήρυξη εκλογών, ώστε να διακόπτεται βίαια ο πολιτικός κύκλος» και προσθέτει «δεδομένου του γεγονότος ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει κατά το σύνταγμα του 1986 ευρείες αρμοδιότητες, η θέση που έχει διατυπωθεί είναι ότι αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών για την εκλογή του».