Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Αν μετά τα μνημόνια η χώρα δεν ανατρέψει τα αντιπαραγωγικά πρότυπα του παρελθόντος και τις κρατικίστικες συνήθειες, τότε όλους πλέον θα μας περιμένουν τα χειρότερα. Όλα δείχνουν ότι σε λίγες ώρες η χώρα θα έχει νέα κυβέρνηση, με πρόεδρό της τον κύριο Κυριάκο Μητσοτάκη. Και ο τελευταίος έχει ήδη μπροστά του ένα κολοσσιαίο έργο, που είναι αυτό της αλλαγής του παραγωγικού μας μοντέλου και άρα του οικονομικού παραδείγματος που ίσχυσε στην Ελλάδα από το 1946 και μετά. Δυστυχώς δε, αυτό το οικονομικό παράδειγμα πτώχευσε και αν η Ελλάδα δεν έχει καταποντιστεί το οφείλει στους εταίρους και δανειστές της στην Ε.Ε.
Η κατάσταση είναι σοβαρή λοιπόν και οι πολίτες έχουν πολλές προσδοκίες για αλλαγές. Πριν απ' όλα, οι πολίτες, θέλουν να πάψουν να φεύγουν τα παιδιά τους από την Ελλάδα και οραματίζονται δουλειές, άλλες από αυτές του σουβλατζή, όσο τιμητικό και αν είναι αυτό που κάνει. Ακόμα, όλος αυτός ο κόσμος, θέλει μια Ελλάδα με κύρος και με μια παιδεία αντάξια της Ιστορίας της. Με πιο απλά λόγια, δεν θέλει μια από τα ίδια. Αυτό το γνωρίζουν άραγε οι κρατιστές της Ν.Δ.;
Αν η Ελλάδα μπήκε στη μνημονική επιτήρηση, με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αλλά και την ολέθρια διετία που είχε προηγηθεί, αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένους λογούς, που είχαν να κάνουν με τις δομές του πελατειακού κράτους, της οικονομίας, τις καταναλωτικές συμπεριφορές και βέβαια τις παραγωγικές στρεβλώσεις. Έτσι, η συνολική ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα ήταν αδύναμη για τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν, λόγω στρεβλών δομών και εσωστρεφούς δραστηριότητας που αντικατόπτριζε υπερβολικό κρατικό έλεγχο - σε συνδυασμό με ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές. Ήτοι, τα υψηλά δίδυμα ελλείμματα στο δημόσιο ταμείο και το εμπορικό ισοζύγιο, που καθιστούσαν αδύνατη την περαιτέρω ανάπτυξη. Ακόμα χειρότερα δε, η χώρα ήταν ελάχιστα ελκυστική και από επενδυτικής πλευράς, γεγονός ορατό και σήμερα.
Συνεπώς, όταν τα προβλήματα δεν μπορούσαν να καλυφθούν πλέον από την παγκόσμια ευφορία και τον αυξημένο δανεισμό που κυριάρχησε διεθνώς τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η Ελλάδα μετατράπηκε στο κέντρο της προσοχής, παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της, ακριβώς λόγω των παγκόσμιων επιπτώσεων που θα είχε μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία χώρας - μέλους της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο έτσι τριών διαδοχικών προγραμμάτων, η Ελλάδα διασώθηκε μέσω πρωτοφανούς για τα παγκόσμια δεδομένα δανεισμού από τον «επίσημο τομέα», δηλαδή από κράτη και διεθνείς οργανισμούς.
Σχεδόν δέκα χρόνια ύφεσης και οκτώ χρόνια διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης και προσαρμογής, με πρωτοφανές μέγεθος και χαρακτήρα, είναι όμως ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο του οποίου το εξωτερικό περιβάλλον άλλαξε. Κατά κύριο δε λόγο, η Ευρωζώνη δημιούργησε ικανοποιητικούς μηχανισμούς για να ελαχιστοποιήσει την επίπτωση των κρίσεων που προκύπτουν από οικονομικές και χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες. Η δε Ευρώπη εμφανίζεται αποφασισμένης, μετά το Brexit, να εμβαθύνει την ολοκλήρωσή της, συμπεριλαμβανομένης της τραπεζικής και δημοσιονομικής ένωσης, ενώ η οικονομία της προχωράει σχετικά καλά. Η δε παγκόσμια ανάπτυξη είναι καλή, επιδεικνύοντας ίσως και υπερβολική διάθεση για ρίσκο και νέο δανεισμό.
Τα στοιχεία για το 2018 και η μέχρι τώρα πορεία για το 2019 δείχνουν ότι η οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, πλην όμως η τελευταία δεν είναι αυτή που πρέπει για να αποκτήσει η χώρα μας ειδικά, τον απαραίτητο «οικονομικό δυναμισμό» που θα τη βγάλει από τις αμαρτίες του παρελθόντος.
Όντως, τα δίδυμα ελλείμματα διορθώθηκαν. Ο κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη, που αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για επενδύσεις, είναι σήμερα εξαιρετικά χαμηλός. Έχουμε όμως ευάλωτο τραπεζικό σύστημα, υπό σχετικό καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών και μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ακόμα πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι πως ο δημόσιος τομέας δεν περιορίστηκε σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας. Ο άμεσος και έμμεσος έλεγχος του κράτους μάλλον αυξήθηκε. Όσοι σήμερα ελέγχουν την οικονομική πολιτική, κυβερνώντες και πιστωτές, εμφανίζονται ευχαριστημένοι που η οικονομία επιστρέφει προς μία κανονικότητα. Όμως, αν οι προ κρίσης συνήθειες παραμείνουν, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι συστηματικά χαμηλοί.
Κάποιες πλευρές καλλιεργούν την ιδέα ότι τώρα, με το τέλος του προγράμματος, η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που της επέβαλε το πρόγραμμα και θα συνεχίσει τη φυσική της πορεία από όπου σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια. Αυτό είναι τραγικό λάθος.
Το τέλος του προγράμματος ξεκάθαρα σημαίνει λιγότερη προστασία. Η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων με το να γίνει περισσότερο ανοικτή και λιγότερο ελεγχόμενη κεντρικά. Εάν δεν ακολουθήσει αυτή την τροχιά, ένας νέος εκτροχιασμός θα είναι ολέθριος. Από πολλές πλευρές. Προσοχή λοιπόν, παλιές συνήθειες είναι πάντα παρούσες...