Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μέσα στη βουή -παραδόξως χαμηλή, ας θυμηθεί κανείς τις εκτοξεύσεις έντασης των ευρωεκλογών...- της προεκλογικής αντιπαράθεσης της 7ης Ιουλίου, κάτω και από το σύννεφο της έντασης με την Τουρκία -που το πολιτικό μας σύστημα δείχνει να πείθει τον εαυτό του ότι αντιμετωπίζεται επαρκώς με τις τοποθετήσεις της Κορυφής της Ε.Ε. για μέτρα/measures κατά της Άγκυρας, που διαβάζονται ως κυρώσεις/sanctions από εμάς- φύτρωσε εξαίφνης ένα παράξενο φυτό στη δημόσια συζήτηση. Εξωτικό φυτό, για τα ελληνικά μας πράγματα. Ασθενικό ακόμη φυτό, ασφαλώς. Όμως... μήπως το παρακολουθήσουμε;
Ερωτώμενος -στον 24/7, από τον Βασίλη Σκουρή- για την προοπτική μείωσης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, δηλαδή του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, στόχων που ήδη η αξιωματική αντιπολίτευση έχει καταστήσει κεντρικό αρμό της δικής της διαχείρισης επόμενης μέρας (εφόσον της δοθεί η ευθύνη των πραγμάτων) να τους επαναδιαπραγματευθεί, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εκφράσθηκε προσεκτικά μεν, αλλά καθαρά. «Πρέπει να υπάρχει στα θέματα αυτά εθνική συναίνεση» -μικρή παύση- «αρκεί η μείωση των στόχων των πλεονασμάτων να μη σημαίνει ταυτόχρονη μείωση των πόρων για Παιδεία, Υγεία και αναπτυξιακή στρατηγική». Ασφαλώς το άνοιγμα σε συναίνεση υπό τόσες/τέτοιες προϋποθέσεις δεν δημιουργεί λειτουργικές προοπτικές... άλλωστε κάλπες έχουμε μπροστά μας! Όμως η τοποθέτηση αυτή, προερχόμενη από βασικό χειριστή όχι απλώς των πλεονασμάτων αλλά των υπερπλεονασμάτων του 2018-19, έχει σημαντικό -για μας- ενδιαφέρον.
Πάμε, τώρα, ένα κλικ παραδίπλα. Μιλούσε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ανεπίληπτης αντιΣΥΡΙΖΑ στράτευσης, στα πλαίσια του διήμερου συνεδρίου του «Κύκλου Ιδεών» με θέμα την ανασύσταση της μεσαίας τάξης. Και επεσήμαινε ότι -πράγμα που στη στήλη αυτή έχει επισημανθεί πολλές φορές αυτές τις εβδομάδες- «υπάρχει μια διπλή προεκλογική δέσμευση, φαινόμενο που στη μεταπολιτευτική ιστορία εμφανίζεται για πρώτη φορά». Προκύπτει αυτή η δέσμευση, που κατά Βενιζέλο λειτουργεί «πολιτικά και ηθικά», από το γεγονός ότι η σημερινή αντιπολίτευση έχει ψηφίσει βασικά δημοσιονομικά μέτρα της σημερινής, απερχόμενης κυβέρνησης και όχι μόνο αυτό, αλλά «έχουν αποδεχθεί την κατάργηση αντίμετρων που συνδέονται με τη μη ισχύσασα μείωση του αφορολογήτου [ΣΗΜ.: αυτό ψηφίσθηκε από μόνο τα κυβερνητικά έδρανα, όμως Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ συνωθούνταν ποιος το πρωτοείχε προτείνει]» και την ίδια στιγμή «έχουν τις δικές τους επαγγελίες, τις δικές τους προεκλογικές προτάσεις και δεσμεύσεις». Στην ανάλυση Βαγγέλη Βενιζέλου ευθέως αναγνωρίζεται ότι «αυτό, από μόνο του, συνιστά ένα πρόβλημα», καθώς σε πρώτη φάση θα χρειαστεί η όποια μετεκλογική κυβέρνηση να αποκτήσει (και να αποδείξει) την αξιοπιστία των μετεκλογικών διαχειριστών της εξουσίας. Και, εν συνεχεία «μέσα από μια πιο διορατική συζήτηση και συμφωνία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους» να αντιμετωπισθεί το κυρίως ζήτημα «κάτι για το οποίο υπάρχουν όλες, μα απολύτως όλες οι προϋποθέσεις».
Μακριά από μας να θεωρήσουμε ότι... χτίζεται γέφυρα Ευκλείδη Τσακαλώτου-Βαγγέλη Βενιζέλου! Μόνο που, να, φαίνεται ότι ήδη συνειδητοποιείται πως το σκηνικό προεκλογικών τετελεσμένων, ιδίως δημοσιονομικού χαρακτήρα (με την παραπάνω «πολιτική και ηθική δέσμευση»), πιέζει προς μια κατεύθυνση «εθνικής συναίνεσης στα θέματα αυτά» (έστω κι αν «η μείωση των στόχων των πλεονασμάτων» τίθεται υπό τον όρο να μη γίνει με βάση μείωση των κατεξοχήν κοινωνικών δαπανών).
Μια πιο απόμακρη, πλην εξαιρετικά σημαντική, περιβάλλουσα για τη συζήτηση αυτή γύρω από το χτίσιμο μιας de facto συναίνεσης περί τη δημοσιονομική διαχείριση και περί την επαναδιαπραγμάτευση (επικίνδυνη λέξη!) του δημοσιονομικού χώρου της μεταμνημονιακής Ελλάδας με τους «εταίρους», προήλθε από την αποχαιρετιστήρια τοποθέτηση του απερχόμενου προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στην τελευταία Σύνολο Κορυφής της Ε.Ε. Εκεί, ο «σούπερ Μάριο» προειδοποίησε τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι η νομισματική πολιτική, που σήκωσε έως τώρα όλο το βάρος του να μην περιέλθει η ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση, έχει πλέον βρεθεί στο όριό της. Οπότε χρειάζεται να γίνει δεκτή μια χαλαρότερη, δηλαδή πιο επεκτατική, δηλαδή ανεκτική μέχρι και σε ελλείμματα δημοσιονομική διαχείριση. Ασφαλώς και δεν «μιλάει» στην οριακή Ελλάδα μια τέτοια τοποθέτηση/συζήτηση, που απευθύνεται ιδίως στην πάντα συντηρητική Γερμανία και την ομάδα των υπερσυντηρητικών. Όμως δημιουργεί ένα φόντο διαφορετικής συναίνεσης στους ελέφαντες που όλο και μπορεί να δώσει περιθώριο στα ποντίκια.
Μια τελευταία λέξη: Και των δύο διεκδικητών τα προγράμματα στο κέντρο έχουν τη μεσαία τάξη. Εκείνη για την οποία -σε άλλα πλαίσια συζήτησης- ο Μιχάλης Σάλλας έλεγε ότι «αυτή στήριξε την οικονομία, χωρίς κανείς να της ανταποδώσει κάτι». Ενώ ο Βαγγέλης Βενιζέλος μιλούσε για «τρυφερότητα» που πρέπει να δείξει η πολιτική προς τις φοβικές κοινωνίες. Μια διαφορετική συναίνεση, κι αυτή.