Από την έντυπη έκδοση
Της Νταϊάν Κόιλ,
καθηγήτρια Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες παγκοσμίως είναι η κυριαρχία των σημερινών τεχνολογικών κολοσσών στην αγορά. Εξαιρουμένης της Κίνας, η Google, το Facebook και η Amazon κυριαρχούν στην αναζήτηση στο διαδίκτυο, στα κοινωνικά μέσα και στο διαδικτυακό λιανικό εμπόριο, αντίστοιχα. Οι οικονομολόγοι απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανησυχίες. Για να μπορέσουν οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικοί φορείς να αντιμετωπίσουν αυτή τη συγκέντρωση της αγοράς, πρέπει η ίδια η οικονομία να έρθει πιο κοντά στην ψηφιακή εποχή. Οι ψηφιακές αγορές συχνά συγκεντρώνονται γύρω από μία κυρίαρχη επιχείρηση, επειδή οι πιο ισχυροί απολαμβάνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
MARTIN BOND
Για παράδειγμα, οι ψηφιακές πλατφόρμες επιβαρύνονται με μεγάλο αναπτυξιακό κόστος, όμως επωφελούνται από το χαμηλό κόστος μόλις τεθεί σε λειτουργία η υπηρεσία τους. Κερδίζουν από τη φύση του διαδικτύου, όπου όσο περισσότερους χρήστες έχει μία πλατφόρμα τόσο περισσότερο επωφελούνται οι χρήστες. Επίσης η παραγωγή δεδομένων παίζει σημαντικό ρόλο: τα περισσότερα δεδομένα βελτιώνουν την υπηρεσία, η οποία αποφέρει περισσότερους χρήστες, γεγονός που δημιουργεί ακόμα περισσότερα δεδομένα. Για να τεθεί ξεκάθαρα, μία ψηφιακή πλατφόρμα είναι είτε μεγάλη είτε νεκρή.
Όπως επεσήμαναν αρκετές πρόσφατες εκθέσεις (συμπεριλαμβανομένης μίας στην οποία συνέβαλα), η ψηφιακή οικονομία αποτελεί πρόβλημα για τον ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, διότι περιθωριοποιεί τους αναποτελεσματικούς παραγωγούς και ενθαρρύνει την καινοτομία. Τα σημερινά ψηφιακά μεγαθήρια παρέχουν υπηρεσίες που θέλουν οι άνθρωποι: μία πρόσφατη μελέτη αναφέρει ότι οι καταναλωτές αξιολογούν την αναζήτηση στο διαδίκτυο περί του ήμισυ του μέσου εισοδήματος στις ΗΠΑ, συνεπώς οι οικονομολόγοι πρέπει να ανανεώσουν τα εργαλεία τους. Αντί να εκτιμήσουν τις πιθανές βραχυπρόθεσμες τάσεις σε συγκεκριμένες ψηφιακές αγορές, πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το πιθανό μακροπρόθεσμο κόστος που συνεπάγεται η αδυναμία ενός νεοεμφανιζόμενου με μία καλύτερη τεχνολογία ή υπηρεσία να ξεπεράσει την καθιερωμένη πλατφόρμα.
Δεν είναι εύκολο έργο επειδή δεν υπάρχει τυποποιημένη μεθοδολογία για την εκτίμηση αβέβαιων μελλοντικών προβλέψεων. Οι οικονομολόγοι διαφωνούν ακόμη και για το πώς να προσμετρήσουν τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για τα ελεύθερα ψηφιακά αγαθά, όπως η online αναζήτηση και τα κοινωνικά μέσα. Αν και η ιδέα ότι ο ανταγωνισμός λειτουργεί δυναμικά μέσω των επιχειρήσεων που εισέρχονται και εξέρχονται από την αγορά, η τυποποιημένη προσέγγιση εξακολουθεί να εξετάζει τον ανταγωνισμό μεταξύ παρόμοιων εταιρειών που παράγουν παρόμοια προϊόντα σε μία δεδομένη περίοδο. Τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής τεχνολογίας αποτελούν θεμελιώδη πρόκληση για το σύνολο του ρυθμιστικού πλαισίου. Όπως έχω επισημάνει πριν από περισσότερα από 20 χρόνια, η ψηφιακή οικονομία είναι «αβαρής». Επιπλέον, πολλά ψηφιακά προϊόντα είναι μη ανταγωνιστικά «δημόσια αγαθά»: πολλοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένα λογισμικό, ενώ μόνο ένα άτομο μπορεί να φορέσει το ίδιο ζευγάρι υποδημάτων. Επίσης απαιτούν ένα σημαντικό βαθμό εμπιστοσύνης για να έχουν οποιαδήποτε αξία: πρέπει να τα δοκιμάσουμε για να μάθουμε εάν δουλεύουν, ενώ η κοινωνική επιρροή είναι συχνά ζωτικής σημασίας για τη διάδοσή τους. Εντούτοις, τα καθιερωμένα οικονομικά δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν γενικά κανένα από αυτά τα ζητήματα. Οι οικονομολόγοι θα αντιπαρέλθουν αυτή την άποψη, δείχνοντας μοντέλα που αναλύουν ορισμένα χαρακτηριστικά της ψηφιακής οικονομίας. Όμως η ανάλυση των οικονομολόγων -και ιδιαίτερα το ενστικτώδες πλαίσιό τους να αναλογιστούν ζητήματα δημόσιας πολιτικής- επικεντρώνεται εκεί όπου ο ανταγωνισμός είναι στατικός, οι προτιμήσεις είναι σταθερές και τα ανταγωνιστικά αγαθά είναι ο κανόνας και ούτω καθεξής.
Όμως αυτή η αντίληψη κατά κάποιον τρόπο δεν δημιουργεί εναλλακτική δίοδο, όταν για παράδειγμα οι κυβερνήσεις πρέπει να προμηθεύσουν ορισμένα προϊόντα. Παράδειγμα η έκκληση του πρώην οικονομολόγου στην Goldman Sachs Τζιμ Ο’ Νιλ, ο οποίος τώρα είναι επικεφαλής του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (Chatham House) για τη δημόσια έρευνα και την παραγωγή νέων αντιβιοτικών.
Έχοντας ηγηθεί μίας έρευνας για την εξάπλωση της αντιμικροβιακής αντοχής -η οποία θα σκοτώσει εκατομμύρια ανθρώπων αν δεν ανακαλυφθούν νέα φάρμακα-, ο Ο’ Νιλ εκφράζει την απογοήτευσή του για την έλλειψη προόδου από τις ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες. Η ανακάλυψη φαρμάκων είναι μία βιομηχανία πληροφόρησης και η πληροφόρηση είναι ένα μη ανταγωνιστικό δημόσιο αγαθό, το οποίο ο ιδιωτικός τομέας δεν το μοιράζεται. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι εξωπραγματικά εξωφρενικό όσον αφορά την οικονομική ανάλυση. Και όμως η ιδέα της εθνικοποίησης ενός τμήματος της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι ξεπερασμένη από την οπτική της επικρατούσας οικονομικής πολιτικής. Οι οικονομικοί ερευνητές δεν είναι άμοιροι ευθυνών όταν πρόκειται για ανεπαρκείς αποφάσεις πολιτικής. Διδάσκουμε τα οικονομικά σε άτομα που εισέρχονται στον κόσμο της πολιτικής και των επιχειρήσεων και η έρευνά μας διαμορφώνει το ευρύτερο πνευματικό κλίμα. Ο ρόλος των ακαδημαϊκών σήμερα είναι να καθιερώσουν μία προσέγγιση αναφοράς στην ψηφιακή οικονομία και να δημιουργήσουν μία σειρά από εφαρμοσμένες μεθόδους και εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι νομοθέτες, οι αρχές ανταγωνισμού και άλλες ρυθμιστικές αρχές. Η επικρατούσα οικονομία απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να ακολουθήσει τον γρήγορο ρυθμό του ψηφιακού μετασχηματισμού και αγωνίζεται να βρει πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της αυξανόμενης ισχύος των κυρίαρχων τεχνολογικών εταιρειών. Αν το ρυθμιστικό πλαίσιο θέλει να παραμείνει στην επιφάνεια, πρέπει να αναθεωρήσει κάποιες από τις βασικές παραδοχές του.
Project Syndicate