Του Ιωάννη Θεοδωρόπουλου,
Πτυχιούχου του Ινστιτούτου Ανωτάτων Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου
Από την στιγμή που ο Πρωθυπουργός εξαγγείλει ότι πρόκειται να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, όπως ακριβώς συνέβη μετά την συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ της 26ης τρέχοντος μηνός, (και πριν δηλαδή κατά το πνεύμα του Συντάγματος τυπικώς εκδοθεί το περί τούτου Προεδρικό Διάταγμα) αφού έτσι ο Πρωθυπουργός δηλώνει, πανηγυρικά, ότι αποσυνδέει για το εφεξής χρονικό διάστημα, μέχρι την διενέργεια εκλογών, την περαιτέρω υπόσταση της κυβερνήσεως από την ύπαρξη κοινοβουλευτικού ερείσματος, η κυβέρνησή του παύει να είναι πολιτική κυβέρνηση και καθίσταται υπηρεσιακή.
Μία ούτως καθιστάμενη υπηρεσιακή κυβέρνηση αποστερείται εφεξής της εξουσίας να ασκήσει στο όλο εύρος του το σύνολο των νομίμων αρμοδιοτήτων μίας πολιτικής κυβερνήσεως, αφού, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, που κατοχυρώνει ως θεμελιώδη οργανωτική βάση του πολιτεύματος το κοινοβουλευτικό σύστημα, δεν διαθέτει πλέον, λόγω εκλείψεως της υπό διάλυση Βουλής, το, αξιούμενο, συνταγματικώς, προς λήψη πολιτικού χαρακτήρος αποφάσεων, αναγκαίο κοινοβουλευτικό έρεισμα. Εκείνο και μόνον που είναι συνταγματικώς επιτρεπτό σ΄ αυτήν, δηλ. την κυβέρνηση, ως αντικείμενο ασκουμένων αρμοδιοτήτων, είναι, αποκλειστικά, η διαχείριση τρεχουσών υποθέσεων και η αντιμετώπιση αιφνιδίως παρουσιαζομένων εξαιρετικών καταστάσεων. Απεναντίας, η κατ΄ ενάσκηση υφισταμένων αρμοδιοτήτων μιας πολιτικής κυβερνήσεως, λήψη πολιτικού χαρακτήρος αποφάσεων, εκφεύγει, κατά το Σύνταγμα, της εξουσίας μιας υπηρεσιακής κυβερνήσεως.
Η, κατ΄ ενάσκηση της, κατά το άρθρο 90παρ. 5 του Συντάγματος, αρμοδιότητα της κυβερνήσεως, λαμβανομένη απόφαση (“πρόταση” προς έκδοση σχετικού Προεδρικού Διατάγματος) του Υπουργικού Συμβουλίου περί επιλογής των προακτέων δικαστικών λειτουργών, προς κατάληψη των θέσεων του Προέδρου και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, συνιστά μια πολιτικού χαρακτήρα απόφαση, ενόψει άλλωστε και του εξαιρετικού χαρακτήρα αυτής της αρμοδιότητας. Και τούτο, διότι η αρμοδιότητα αυτή συνιστά απόκλιση ειδικώς για την κατάληψη ανωτάτων θέσεων δικαστικών λειτουργών στην κορυφή της Δικαιοσύνης, από το συνταγματικώς κατοχυρούμενο με το άρθρο 90 παρ. 1 και επόμενα του Συντάγματος (και δη προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης έναντι των άλλων συντεταγμένων εξουσιών) σύστημα της αυτοδιοικήσεως της Δικαιοσύνης, ως προς την λήψη αποφάσεων για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, με την ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής σε συνταγματικώς προβλεπόμενο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Αυτή δε η συνταγματικώς προβλεπόμενη εγγύηση, ως προς το υπηρεσιακό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, με την ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας σε συνταγματικώς προβλεπόμενο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, συνιστά ειδικότερη εκδήλωση της κατοχυρούμενης από το Σύνταγμα, (άρθρο 87 παρ. 1 αυτού), θεμελιώδους εγγυήσεως της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.
Είναι αυτονόητο ότι η κυβέρνηση, ως προς την ενάσκηση της κατά το άρθρο 90 παρ.5 του Συντάγματος εξαιρετικής αρμοδιότητάς της, και την διενεργούμενη επιλογή των δικαστικών λειτουργών (που θα καταλάβουν τις ανώτατες θέσεις στην κορυφή της Δικαιοσύνης), υπέχει κοινοβουλευτική ευθύνη, η αναζήτηση της οποίας όμως προϋποθέτει δυνατότητα λογοδοσίας ενώπιον υφισταμένης σε λειτουργία (δηλ. μη τελούσης υπό διάλυση) Βουλής.
Κατά συνέπεια, διατάξεις της τεθειμένης νομοθεσίας που ορίζουν άλλως, σε αντίθεση προς τα προεκτεθέντα, ως προς την ισχύουσα συνταγματική τάξη αναφορικά με τις εξουσίες μιας υπηρεσιακής κυβερνήσεως, αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και, επομένως, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές.
Υ.Γ. Πέραν των ως άνω εκτεθέντων αναφορικά με το επιτρεπτό της δυνατότητας (κατά το μεσολαβούν χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση τυπικώς του Προεδρικού Διατάγματος περί διαλύσεως της Βουλής και προκηρύξεως εκλογών) εκδόσεως αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου περί προαγωγής δικαστικών λειτουργών προς κατάληψη των θέσεων του Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, και πριν αυτές ακόμα κενωθούν, με την αποχώρηση των κατεχόντων αυτές την 30-06-2019, επιβάλλεται να παρατηρηθούν, επιπλέον, τα εξής:
Κατά βασική γενική αρχή του Δημοσίου Δικαίου, για την σύννομη έκδοση μιας διοικητικής πράξεως απαιτείται να συντρέχουν, ήδη, όλα τα πραγματικά δεδομένα, που συνιστούν νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή της.
Έκδοση διοικητικής πράξεως υπό αναβλητική προθεσμία, πολύ δε περισσότερο υπό αναβλητική αίρεση, είναι παράνομη. Επομένως, λήψη αποφάσεως από το Υπουργικό Συμβούλιο περί πληρώσεως μη εισέτι κενών θέσεων του Προέδρου και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, υπό αναβλητική προθεσμία, για να ισχύσει δηλαδή η απόφαση αυτή, αφότου οι εν λόγω θέσεις κενωθούν, δεν είναι σύννομη.