Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Πράγματι, οι αγορές «ψηφίζουν» πρόωρες εκλογές. Όμως γιατί; Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι και ο ένας πιο σημαντικός από τον άλλον.
Πρώτον, το εύρος της νίκης Μητσοτάκη εκτοξεύει τις πιθανότητες μιας αυτοδύναμης και κατ’ επέκταση σταθερής κυβέρνησης στην Ελλάδα τα επόμενα 4 χρόνια. Αν κάτι αποτελεί προϋπόθεση για την τοποθέτηση κεφαλαίων σε μια χώρα, αυτή είναι εξ ορισμού η πολιτική σταθερότητα.
Δεύτερον, μπορεί να το έκανε με τον πλέον αντιπαραγωγικό τρόπο, της υπερφορολόγησης και της περιστολής αναπτυξιακών δαπανών, ωστόσο, μέχρι νεωτέρας και τουλάχιστον φαινομενικά, η Ελλάδα σταθεροποίησε τα δημόσια οικονομικά της. Όμως η κυβέρνηση Τσίπρα άρχισε να αδειάζει τον «κουμπαρά» της με παροχές προς άγραν ψήφων. Οι επενδυτές άρχισαν να χτυπούν «καμπανάκια», γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στη διακύμανση των spreads. Μεσολάβησαν οι πολιτικές εξελίξεις και οι αγορές καθησυχάστηκαν, βλέποντας την ανάσχεση της προεκλογικής παροχολογίας και την αποτροπή ενός νέου κύκλου αντιπαράθεσης της Ελλάδας με τους θεσμικούς πιστωτές της.
Τρίτον, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, οι αγορές εντοπίζουν στην ατζέντα της επίδοξης νέας κυβέρνησης στοιχεία που δυνητικά κάνουν τη διαφορά για τους επενδυτές. Παράγοντας των διεθνών κεφαλαιαγορών ξεχωρίζει βασικά σημεία που είναι σε θέση να διαφοροποιήσουν την οικονομική πολιτική Μητσοτάκη από την οικονομική πολιτική Τσίπρα.
Στον δημοσιονομικό τομέα «η Ελλάδα υπερβαίνει μεν τους στόχους, με πρωτογενή πλεονάσματα προς την περιοχή του 5% του ΑΕΠ, πριν από τις παροχές, ωστόσο, το δημοσιονομικό μίγμα δεν είναι ιδανικό. Θα θέλαμε να δούμε χαμηλότερους φόρους στις επιχειρήσεις και στην ακίνητη περιουσία, όπως και χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ».
Ως προς τη δομή της οικονομίας, για τους επενδυτές είναι παραπάνω από θεμιτή «η συνεχιζόμενη και σταδιακή μείωση στο μέγεθος του ελληνικού κράτους», μαζί με την «επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων». Θα ήθελαν σίγουρα να δουν «επιτάχυνση των εγκρίσεων σε μεγάλα επενδυτικά projects που καθυστερούν επί χρόνια».
Στο σκέλος των επενδύσεων, οι επισημάνσεις είναι μονότονα επαναλαμβανόμενες. «Οι άμεσες επενδύσεις είναι 10% του ΑΕΠ κάτω από τις αντίστοιχες στις ομότιμες χώρες της Ευρωζώνης: 15-20 δισ. ευρώ σε μια οικονομία περίπου 180 δισ. ευρώ, παρά τις υπαρκτές ευκαιρίες σε τουρισμό, υποδομές, ενέργεια και αγροτικό τομέα».
Στο πεδίο της χρηματοδότησης; «Καίριας σημασίας η παγίωση της προόδου στις ελληνικές τράπεζες, με μια μείωση του φόρου ακίνητης περιουσίας που θα βοηθούσε άμεσα τους τραπεζικούς ισολογισμούς, αυξάνοντας τις αξίες των εγγυήσεων».
Δεν είναι, λοιπόν, απλώς η προοπτική της πολιτικής σταθερότητας. Είναι κυρίως η «ταμπακέρα» της οικονομικής πολιτικής. Δεν εξηγεί απλώς γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα ολοκλήρωσε τον κύκλο της, αλλά οριοθετεί και το πεδίο στο οποίο θα αξιολογηθεί από τους επενδυτές μια κυβέρνηση Μητσοτάκη.