Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Για εξοντωτικές επιβαρύνσεις των φαρμακευτικών εταιρειών που εκτιμώνται στα 1,8 δισ. ευρώ το 2019, κάνουν λόγο οι εκπρόσωποι του κλάδου, προειδοποιώντας για σημαντικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των εταιρειών και την απασχόληση και ζητώντας άμεσα συνάντηση σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο.
Ειδικότερα, με κοινή επιστολή τους προς τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς κ.κ Τσακαλώτο, Αχτσιόγλου, και Ξανθό, ΣΦΕΕ, ΠΕΦ και PIF αναφέρουν ότι το ήδη δυσβάσταχτο clawback του 2018 βαίνει ανεξέλεγκτο ήδη από το πρώτο τετράμηνο του 2019, και η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί από τις επικείμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στην αποζημίωση, καθώς και από το διαρκώς αυξανόμενο κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης των ανασφαλίστων.
Η επιστολή αναφέρει ότι παραδόξως η δαπάνη για τους ανασφάλιστους αυξάνεται σημαντικά ενώ μειώνονται τα ποσοστά ανεργίας, και κατά συνέπεια μειώνεται ο αριθμός των ανασφαλίστων.
Επιπροσθέτως αναφέρουν ότι « επιχειρείται με πρωτόγνωρο τρόπο, η αναδρομική επιβολή στην φαρμακοβιομηχανία ενός ανύπαρκτου rebate, για τα έτη 2006-2008 ύψους 200 εκατ. ευρώ!, παρά το γεγονός ότι το θέμα αυτό έχει ξεκαθαριστεί και διευθετηθεί με δικαστικές αποφάσεις και μετέπειτα νομοθετικές πράξεις».
Πιο αναλυτικά:
- Το υπουργείο Υγείας μετά την νομοθέτηση του νέου συστήματος τιμολόγησης προτίθεται να προχωρήσει στην εφαρμογής ενός νέου μοντέλου ασφαλιστικής αποζημίωσης. Παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις του νέου συστήματος στη δαπάνη δεν έχουν επακριβώς υπολογιστεί, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς η επιβάρυνση θα είναι σημαντική γύρω στα 100 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
- Την ίδια στιγμή, οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις του α΄ τριμήνου 2019 υποδεικνύουν μια σημαντική αύξηση στο εξωνοσοκομειακό (+~15% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι) αλλά και στο νοσοκομειακό clawback σε σχέση με τα αποτελέσματα του 2018. Πρόσφατα δε, στη Βουλή αναφέρθηκε δαπάνη φαρμάκου ανασφαλίστων 93 εκατ. ευρώ για το α΄ τετράμηνο 2019. Αυτό σημαίνει περίπου 300 εκατ. ευρώ φέτος (από 240 εκατ. ευρώ το 2018). Με βάση τα παραπάνω, εκτιμάται ότι οι επιβαρύνσεις στην φαρμακοβιομηχανία για το 2019 θα ξεπεράσουν τα 1,8 δις (!!!), ποσό απίστευτο, εκτός οικονομικής λογικής και πάνω από πέντε φορές υψηλότερο σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Κανένα νέο φάρμακο δεν έχει εισαχθεί εδώ και ένα χρόνο στη χώρα μας ως απόρροια των καθυστερήσεων στις διαδικασίες HTA-διαπραγμάτευσης, των ανεξέλεγκτων επιβαρύνσεων, της έλλειψης προβλεψιμότητας και της αδυναμίας πλήρους εφαρμογής των ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι Έλληνες ασθενείς να στερούνται πρόσβασης σε νέες καινοτόμες θεραπείες, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους συμπολίτες μας. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση της ένταξης των γενοσήμων σε καθεστώς αποζημίωσης έχει σαν αποτέλεσμα οι μεν ασθενείς να στερούνται τη πρόσβαση σε οικονομικότερες θεραπείες και το δε σύστημα να απεμπολεί τη δυνατότητα παραγωγής πολύτιμων εξοικονομήσεων.
- Τελευταία έκπληξη αποτελεί η απαίτηση της εξόφλησης εκκρεμών rebates για τα έτη 2006-2008, ύψους 200 εκατ. ευρώ Τονίζουμε ότι στην πράξη δεν υπάρχει καμία εκκρεμότητα : τα ποσά επιστροφών υπέρ του ΟΠΑΔ και άλλων ταμείων για τα έτη 2006, 2007 και 2008 δεν οφείλονται, διότι ακυρώθηκαν με σειρά 24 αποφάσεων του ΣτΕ. Εν συνεχεία, ο νόμος καταργήθηκε, αντικαταστάθηκε με νέο το 2008, ο οποίος και πάλι καταργήθηκε οριστικά το 2011. Δεν είναι δυνατόν σε μια ευνομούμενη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα, να ανακαλύπτονται δήθεν οφειλές των επιχειρήσεων και να επιβάλλονται αναδρομικά 13 χρόνια μετά. Έχει ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο στα επιχειρηματικά χρονικά;
Ακόμη σημειώνεται ότι τα ποσά αυτά έχουν πληρωθεί πολλαπλώς: • μέσω του κουρέματος, στο πλαίσιο του PSI, των κρατικών ομολόγων με τα οποία πληρώθηκαν υποχρεωτικά οι εταιρείες για χρέη των νοσοκομείων από την προμήθεια φαρμάκων • μέσω του τέλους εισόδου στην θετική λίστα 4% που εφαρμόστηκε από το 2011 • μέσω τεράστιων δυσβάστακτων μειώσεων τιμών κυρίως των παλαιότερων φαρμάκων • μέσω των υπέρογκων rebate και clawback.
Σημειώνεται ότι ο μέσος όρος των εν λόγω επιβαρύνσεων στην Ευρώπη δεν ξεπερνά το 8%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στη χώρα μας το 2019 αναμένεται να ξεπεράσει το 35%!!! Αντί λοιπόν να ληφθούν υπόψη οι επανειλημμένες κραυγές αγωνίας που εκπέμπει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια και να γίνεται προσπάθεια να μειωθούν οι επιβαρύνσεις 3 για τη βιομηχανία σε σχέση με το 2018, όπου έφτασαν τα 1,4 δισ., ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να παρέχουμε φαρμακευτική κάλυψη στον πληθυσμό της χώρας, οδηγούμαστε σε νέες πρόσθετες επιβαρύνσεις τουλάχιστον 350 εκατ. ευρώ
Η επιστολή σημειώνει ότι τα παραπάνω μέτρα θα οδηγήσουν τον κλάδο σε εξόντωση μέσω υποχρεωτικών επιστροφών σε επίπεδα της τάξης των 1,8 δισ. (!) για το 2019 : Τυχόν εφαρμογή των ανωτέρω θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια: • στην εξόντωση αρκετών και την αποδυνάμωση όλων των εταιρειών του κλάδου, • στην αποτροπή της εισόδου νέων φαρμάκων στη χώρα που τόσο τα έχουν ανάγκη οι ασθενείς, • στην απόσυρση ΑΜΕΣΑ μιας σειράς καθιερωμένων φαρμακευτικών θεραπειών στη χώρα που θα μπορούσαν να αγγίξουν και τους 1.000 κωδικούς ΕΟΦ • στην σημαντική αποεπένδυση στον κλάδο με την αποδυνάμωση κάθε προσπάθειας προσέλκυσης κλινικών μελετών και την υπονόμευση στην πράξη, κάθε επενδυτικής προσπάθειας από ελληνικές και πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες. • στην απώλεια έως και 2.500 θέσεων εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου.
Η επιστολή κλείνει αναφέροντας ότι θα πρέπει η Κυβέρνηση να αναλογιστεί το δυναμικό και την προσφορά του κλάδου μας στην Δημόσια Υγεία και στην Εθνική Οικονομία κι ζητά άμεσα τον εξορθολογισμό της χρηματοδότησης της δαπάνης για το φάρμακο, δεδομένου ότι η φαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού δεν μπορεί να γίνεται μόνο με τις πλάτες της φαρμακοβιομηχανίας.
Επίσης ζητά τον καθορισμό ανώτατου ορίου στο clawback προκειμένου να διασφαλιστεί η ελάχιστη επιχειρηματική προβλεψιμότητα και φαρμακοβιομηχανία να επιβαρύνεται με ότι της αναλογεί.
Τέλος ζητά να καθοριστεί το συντομότερο δυνατό μια συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο, ώστε να συζητηθεί ένα ρεαλιστικό, κοινά αποδεκτό πλαίσιο εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής που εκτός από την Προστασία της Δημόσιας Υγείας και τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης, θα διασφαλίζει εύλογη προβλεψιμότητα.