Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Ενώ ο κόσμος μας γίνεται όλο και ο πιο αβέβαιος, η Ελλάδα διχάζεται, αποδυναμώνεται οικονομικά και καταστρέφει την πολυτιμότερη πρώτη της ύλη, που είναι η παιδεία της.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Τον τίτλο του παρόντος άρθρου τον δανείστηκα από τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κώστα Υφαντή. Ήταν ο τίτλος άρθρου του που δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση της γνωστής επιθεώρησης Foreign Affairs και στο οποίο ο συγγραφέας αναζητεί μια εθνική στρατηγική στον αβέβαιο σημερινό κόσμο μας. Έναν κόσμο εξάλλου που παράλληλα μετασχηματίζεται με πρωτόγνωρες για την ανθρώπινη ιστορία ταχύτητες και γρήγορα αφήνει στο περιθώριο όλους αυτούς που δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Πολύ φοβούμεθα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη πλευρά και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τη χρόνια αδυναμία της να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα. Δυστυχώς δε στην εποχή μας, η έλλειψη προσαρμοστικότητας ατόμων και εθνών, είναι ό,τι το χειρότερο μπορεί να τους συμβεί.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, η χώρα μοιάζει να είναι κυριολεκτικά «ξυπόλυτη στ’ αγκάθια». Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής Κώστας Υφαντής, από τη μια έχει να επουλώσει τα τραύματα της τελευταίες δεκαετούς συνολικής κρίσης, από την άλλη όμως πρέπει να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο πολλαπλών απαιτήσεων και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό. Όμως, η ανταπόκριση αυτή, στις παρούσες συνθήκες, μοιάζει να είναι δύσκολη. Με αφορμή την κρίση αλλά και τις κραυγαλέες θεσμικές της ανεπάρκειες, η Ελλάδα δείχνει να πάσχει από έλλειψη εμπιστοσύνης. Κατά συνέπεια, η φήμη της χώρας παραπαίει και αυτό δεν είναι καλό στον σημερινό ανταγωνιστικό κόσμο μας. Ακόμα χειρότερα, η ελληνική κοινωνία έχει χάσει τη συνοχή και την αυτοπεποίθησή της και κάποιοι σε πολιτικό επίπεδο ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Αν πάμε στο διεθνές περιβάλλον θα δούμε ότι οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις το αποκρυπτογραφούν κατά τρόπο επιδερμικό και με ποδοσφαιρικά κριτήρια. Η διεθνής συγκυρία όμως δεν μας περιμένει, ούτε βέβαια έχει κάποιον λόγο να το κάνει. Εδώ και πολλά χρόνια τώρα η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη αλλάζει και μπορούμε να πούμε ότι τα βασικά συστατικά της έχουν πάει περίπατο.
Μετά από μια μικρή περίοδο φιλελεύθερης ευεξίας και αισιοδοξίας την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, το τοπίο από τις αρχές του 2000 σκοτεινιάζει. Κατά τον καθηγητή Κώστα Υφαντή, μάλλον πρόκειται για την αρχή μιας εποχής αβεβαιότητας και αμφισβήτησης του φιλελεύθερου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού κεκτημένου. Αμφισβήτησης που ξεκινά από δυνάμεις οι οποίες προσπαθούν να αλώσουν τα κάστρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και να αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία της. «…Η βεβαιότητα για αέναη και αδιατάρακτη πρόοδο που διεκδικήθηκε από τις γενιές των δύο πολέμων και οι οποίες είδαν τα μέλη τους να αποδεκατίζονται, βασίστηκε στην υπόσχεση της φιλελεύθερης δημοκρατίας -της δημοκρατίας των δικαιωμάτων- και του οργανικού συστατικού της, της ελεύθερης αγοράς, για προσωπική και συλλογική ευημερία και ειρήνη. Προφανώς, αυτή η υπόσχεση και αυτή η προσδοκία αφορούσε πρωτίστως αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε “Πρώτος Κόσμος”. Πέρα από την συγκριτικά περιορισμένη κλειστή λέσχη των γνήσια φιλελεύθερων δημοκρατιών και ανοιχτών κοινωνιών, δεκάδες νέα κράτη παρέμειναν πεισματικά στη σφαίρα της απολυταρχίας, της εθνοτικής σύγκρουσης, του πολέμου και του φυλετισμού (tribalism).
Σήμερα, βασικές παραδοχές πλήττονται από το φάσμα της βίας και από κύκλους οικονομικής ύφεσης που μοιάζουν όλο και πιο συχνοί στην περιοδικότητά τους. Μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές ερεθίζουν ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά που αρνούνται να υποχωρήσουν μετά από δεκαετίες ευημερίας και προόδου, και η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος έρχεται να αποσταθεροποιήσει με ρυθμούς ταχύτερους από ό,τι στο παρελθόν θεμελιώδεις προσδοκίες και απαιτήσεις για σταθερή απασχόληση, ασφάλεια και σιγουριά…» γράφει ο Κ. Υφαντής. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανασφάλειας και μειωμένων προσδοκιών, η Ελλάδα έχει χάσει χρόνο και υλικούς και ανθρώπινους πόρους.
Η μεταπολιτευτική συναίνεση για την ταυτότητα και τη γεωπολιτική φυσιογνωμία της Ελληνικής Δημοκρατίας τραυματίστηκε, ενώ η πολιτική διολίσθησε σε ένα τέλμα πρωτόγονου εθνολαϊκισμού, οικονομικού αναλφαβητισμού και κοινωνικής απογοήτευσης. Για την επούλωση των τραυμάτων και την ανάκτηση της χαμένης αισιοδοξίας οι προϋποθέσεις είναι: Πρώτον, η συστηματική ανάλυση και κατανόηση του ταχύτατα μεταβαλλόμενου διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος, όπου οι απειλές φαίνονται σε αυτή τη συγκυρία να είναι περισσότερες από τις ευκαιρίες. Δεύτερον, η αναγνώριση και η ειλικρινής παραδοχή ότι η διεθνής θέση και παρουσία της χώρας είναι συρρικνωμένη, η αξιοπιστία της χαμηλή, ενώ το εσωτερικό μέτωπο είναι αδύναμο και διχασμένο. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται επειγόντως ένα όραμα δημοκρατικού και θεσμικού εκσυγχρονισμού, που θα συνοδεύεται από ισχυρή παραγωγική ανασυγκρότηση και φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Τέλος, χρειάζεται άμεσα η απόκτηση σύγχρονης στρατηγικής κουλτούρας στη βάση της ευρωατλαντικής ταυτότητας, αλλά και των περιφερειακών συμμαχιών της χώρας, τώρα που όλα δείχνουν ότι στην περιοχή μας θα υπάρξουν σοβαρές ανακατατάξεις.