Την πρώτη πτήση του πραγματοποίησε επιτυχώς στο Ηνωμένο Βασίλειο το πρώτο μεγάλης κλίμακας αεροσκάφος που κινείται μέσω μεταβλητής πλευστότητας και αναπτύχθηκε από Βρετανούς ειδικούς. Το Phoenix είναι σχεδιασμένο να μεταβαίνει συνεχόμενα από μια κατάσταση όπου είναι ελαφρύτερο από τον αέρα, σε μια όπου είναι βαρύτερο από αυτόν, έτσι ώστε να παράγεται ώση και να κινείται προς τα εμπρός.
Στην ομάδα που ανέπτυξε το αεροσκάφος, που προορίζεται για πολύ μεγάλες παραμονές στον αέρα, πετώντας αυτόνομα, συμμετείχαν ειδικοί από τον ακαδημαϊκό τομέα και τη βιομηχανία, με επικεφαλής τον Άντριου Ρέι, καθηγητή Μηχανολογίας στο University of the Highlands and Islands Perth College UHI Campus.
«Το Phoenix περνά τον μισό του χρόνο ως αεροπλάνο, βαρύτερο από τον αέρα, και τον υπόλοιπο ως αερόστατο, ελαφρύτερο από τον αέρα. Η συνεχόμενη εναλλαγή μεταξύ αυτών των καταστάσεων παρέχει τη μόνη πηγή ώσης. Η άτρακτος του οχήματος περιέχει ήλιο, για να μπορεί να ανυψώνεται, και επίσης έναν σάκο αέρα που απορροφά και συμπιέζει τον αέρα για να επιτρέπει στο σκάφος να κατεβαίνει. Αυτή η κίνηση προωθεί το αεροσκάφος προς τα εμπρός, και βοηθάται από την απελευθέρωση συμπιεσμένου αέρα από πίσω. Το σύστημα αυτό επιτρέπει στο Phoenix ναι είναι εντελώς αυτάρκες.
Η ενέργεια που χρειάζεται για τις αντλίες και βαλβίδες του παρέχεται από μια μπαταρία η οποία φορτίζεται χάρη σε ελαφρές, εύκαμπτες ηλιακές κυψέλες στα φτερά και στην ουρά του» σημειώνει ο Ρέι, προσθέτοντας ότι οχήματα που βασίζονται σε αυτή την τεχνολογία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ως «ψευδο-δορυφόροι» και να παρέχουν πολύ φθηνότερες επιλογές ως προς τις τηλεπικοινωνίες. Πλεονέκτημα του Phoenix, όπως σημειώνει ο Ρέι, έναντι των αντίστοιχων αεροσκαφών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, είναι πως οι «ανταγωνιστές» του είναι πολύ πολύπλοκοι και πολύ δαπανηροί. Αντίθετα το Phoenix είναι «σχεδόν αναλώσιμο».
Το πρωτότυπο αεροσκάφος έχει μήκος 15 μέτρα και άνοιγμα φτερών 10,5. Πραγματοποίησε επιτυχείς επανειλημμένες πτήσεις σε απόσταση 120 μέτρων, σε δοκιμές σε εσωτερικό χώρο στις εγκαταστάσεις Drystack στο Πόρτσμαουθ τον Μάρτιο. Οι δοκιμές αυτές αποτέλεσαν το αποκορύφωμα ενός τριετούς προγράμματος με σκοπό την απόδειξη της βιωσιμότητας των αεροσκαφών μεταβλητής πλευστότητας.