Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Ο «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου [λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου 32].
Το ρηξικέλευθο αυτό αριστούργημα έχει επηρεάσει σχεδόν ολόκληρο το Δυτικό Θέατρο -από τους εξπρεσιονιστές και τον Μπρεχτ μέχρι τον Μπέκετ, και από τον Γκόρκι μέχρι τον Κολτές και την Σάρα Κέην.
Βασίζεται σε μία γνωστή υπόθεση της εποχής: o στρατιώτης Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ, σε μία κρίση ζήλειας, μαχαίρωσε την ερωμένη του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρόλο που μελετά σε βάθος τις κοινωνικές, ποινικές και τις ιατρικές πτυχές της υπόθεσης, ο Μπύχνερ ξεπερνά τη σκοτεινή περίπτωση ενός καταπιεσμένου ατόμου και δημιουργεί μία υπαρξιακή τραγωδία που αγγίζει αιώνια ερωτήματα για την εξάρτηση του ανθρώπου από τις κοινωνικές συνθήκες που είναι πέρα από τον έλεγχό του, την ηθική, τις κοινωνικές σχέσεις αλλά και την προκαθορισμένη μοίρα.
Οι σύντομες, κινηματογραφικές σκηνές του έργου δεν ακολουθούν τους κανόνες μιας συμβατικής γραμμικής αφήγησης και, μέχρι σήμερα, οι μελετητές δεν έχουν συμφωνήσει στην τελική εκδοχή που θα πρότεινε ο Μπύχνερ, αν είχε ολοκληρώσει το έργο.
Η παράσταση προτείνει μία νέα διασκευή, έναν νέο τρόπο κατάταξης των σκηνών του ημιτελούς αριστουργήματος. Τον Βόυτσεκ ερμηνεύει ο ηθοποιός Γιώργος Γάλλος. Μιλήσαμε μαζί του.
Λίγα λόγια σας για το έργο;
«Το έργο είναι βασισμένο σε ένα πραγματικό γεγονός της εποχής του Γκέοργκ Μπύχνερ. Ένας στρατιώτης, ο Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ, μαχαίρωσε την ερωμένη του -πάνω σε μία κρίση ζήλιας, και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Γράφτηκε το 1836-7, όταν ο Μπύχνερ ήταν 23 ετών. Δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει, γιατί πέθανε από τύφο. Οι σκηνές του έργου δεν μπήκαν απ’ τον συγγραφέα τους σε οριστική σειρά, παρότι βρέθηκαν τέσσερα χειρόγραφά του, στα οποία υπάρχουν απόπειρες για μια τελική γραφή». Περιγράψτε μας τον Βόυτσεκ, τον ήρωα που ερμηνεύετε.
«Είναι έναν πρόσωπο που “διαβάζει” τον κόσμο γύρω του με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι. Άρα, έχουμε εξ αρχής ένα άτομο που δυσκολεύεται να συνδεθεί με τους υπόλοιπους. Τον παρακολουθούμε να δέχεται μια μεγάλη καταπίεση, έναν σωματικό και ψυχικό εξευτελισμό, μια συναισθηματική προδοσία, μέχρι που ο κόσμος του “εκρήγνυται” και ξεσπά σε ό,τι πιο κοντινό είχε μέχρι τότε -στη γυναίκα του. Η αντίδρασή του αυτή μοιάζει καταρχάς με εκδίκηση για ό,τι έχει υποστεί, αλλά ο ίδιος νιώθει, επίσης, ότι συμβάλλει στον εξαγνισμό της αμαρτίας που τον περιβάλλει. Πάνω απ’ τη νεκρή γυναίκα του λέει: “Μαρία, ήσουν μαύρη απ’ τ’ αμαρτήματά σου, λασπωμένη, κι εγώ σ’ έκανα πάλι λευκή κι αθώα”». Γραμμένο περισσότερα από 180 χρόνια πριν, μέσα από ποια στοιχεία του παραμένει το έργο διαχρονικά επίκαιρο;
«Πρωταγωνιστής είναι ο εκμηδενισμένος άνθρωπος. Η αντίδρασή του είναι ανάλογη, αν όχι σκληρότερη, από την καταπίεση που έχει υποστεί. Ένας αντιήρωας που αποφασίζει να “απαντήσει” με άγριο τρόπο. Το ζήτημα της ηθικής και ο τρόπος που την ερμηνεύει το κάθε πρόσωπο· ανάλογα με το πώς βολεύει. Επίσης, η μοναξιά των προσώπων. Η υπαρξιακή τους μοναξιά». Κάποιο σχόλιό σας για τη νέα διασκευή;
«Η μετάφραση είναι του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου αλλά η παράστασή μας έχει διαφορετική κατάταξη στις σκηνές του έργου, από την παράσταση που είχε ανεβάσει ο ίδιος το 1990. Άρα, μιλάμε για μια διασκευή. Μετά τον θάνατο του Μπύχνερ βρέθηκαν τέσσερα ημιτελή σχεδιάσματα για το έργο του. Συνήθως, τα ανεβάσματα των τελευταίων χρόνων χρησιμοποιούν το υλικό από την τέταρτη γραφή και στη συνέχεια συμπληρώνονται σκηνές από την πρώτη γραφή. Σε εμάς εντάσσονται και δύο σκηνές που περιλαμβάνει η τρίτη γραφή, αλλά και στίχοι από τη δεύτερη γραφή. Στο δικό μας ανέβασμα έχει γίνει δηλαδή μια προσπάθεια να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερη η μορφή του έργου». Και κάποιο για τη σκηνοθετική προσέγγιση;
«Η βασική γραμμή της σκηνοθεσίας είναι ότι βρισκόμαστε στο μυαλό του Βόυτσεκ. Παρακολουθούμε πώς βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στην τρέλα και τις εμμονές. Σε ανάλογη διαδρομή είναι και ο λόγος του κειμένου, ο τρόπος εκφοράς του. Ο ποιητικός λόγος του Μπύχνερ είναι αποσπασματικός, ελλειπτικός. Ο Βόυτσεκ, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, μέσα στον τρόμο τους, παλεύουν να μιλήσουν για το ανείπωτο. Η δυσκολία τους να εκφραστούν είναι μεγάλη, γι’ αυτό ο λόγος τους μοιάζει να έχει εξαρθρωθεί. Όσο για τον κόσμο που ζουν αυτά τα πρόσωπα, είναι ένας παραμορφωμένος, παράξενος κόσμος που έχει στοιχεία από ένα σκοτεινό τσίρκο, αλλά κι από ένα ιατρικό αμφιθέατρο όπου γίνονται πειράματα. Σκληρά πειράματα· από άνθρωπο προς άνθρωπο». Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή μια σκηνή από το έργο. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Μόλις ακούει το υπονοούμενο απ’ τον Λοχαγό ότι η γυναίκα του τον απατά, λέει: “Κρυώνω, νιώθω παγωμένος... Η κόλαση είναι παγωμένη!”». Κάποιες σκέψεις σας, κάποια συναισθήματα που κυριαρχούν στην επαφή σας με το έργο;
«Το έργο είναι ανεξάντλητο. Ακόμα και σήμερα που βρισκόμαστε στις παραστάσεις, συνεχίζει να μας αποκαλύπτει στοιχεία. Είναι ένα πυκνό, δύσκολο κείμενο. Έχουμε καταβάλει ιδιαίτερο κόπο μέχρι να επιλέξουμε τα “κλειδιά” με τα οποία επιχειρούμε το να ξεκλειδώσουμε. Επίσης, η επιλογή της Κατερίνας, να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν πληρέστερη μορφή κειμένου, ανεβάζει τον δείκτη της δυσκολίας για τους συντελεστές και τους θεατές. Είναι ένα εγχείρημα απαιτητικό, ιδιαίτερο που -αν- σε παρασύρει, διαρκεί όσο μια ανάσα». Και κάποια κυρίαρχη σκέψη, ένα συναίσθημα σχετικά με τη σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα;
«Έχω διπλό συναίσθημα: από τη μια πως το άγχος και ο μόχθος της επιβίωσης ισοπεδώνουν τους ανθρώπους και από την άλλη πως τους ωθούν σε μια επαναδιαπραγμάτευση του τί είναι τελικά σημαντικό και τί ασήμαντο, περιττό». Κάτι που σας χαλά τη διάθεση;
«Το να ακούω από κάποιον “μεγάλα” λόγια και στην πράξη, απραξία! Κάτι που σας τη φτιάχνει;
«Μια αγκαλιά. Ένα χαμόγελο».
Μια αγωνία σας;
«Να παραδώσουμε στα παιδιά μας έναν κόσμο καλύτερο απ’ αυτόν που παραλάβαμε». Και μια ευχή σας;
«Να έχουμε πάντα δίπλα μας πραγματικούς φίλους. Όχι για να ακούμε ωραία λόγια· για να ακούμε αλήθειες».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου, Κίνηση-Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη, Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος, Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ Ερμηνεύουν: Γιώργος Γάλλος, Έλενα Μαυρίδου, Σωτήρης Τσακομίδης, Χάρης Χαραλάμπους, Λευτέρης Πολυχρόνης, Γιώργος Ζυγούρης, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος, Μάνος Πετράκης, Αγγελική Αναργύρου και τα παιδιά: Ιάκωβος Δουλφής, Τζώρτζης Καθρέπτης, Αλέξανδρος Καραμούζης, Νίκος Μικελάκης, Πάμπλο Σότο.