Από την έντυπη έκδοση
Tου Κλέμενς Φουστ
O Κλέμενς Φουστ είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Η αποδυνάμωση της οικονομίας επανέφερε στο προσκήνιο τον παλαιό «διάλογο»: Μήπως η Γερμανία χρειάζεται ουσιαστική φορολογική ελάφρυνση για το εργατικό της δυναμικό και τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική; ‘Η θα πρέπει να αυξηθούν οι φόροι, ώστε να συνεισφέρουν περισσότερα κεφάλαια για κοινωνικά προγράμματα και δημόσιες επενδύσεις;
Οι υψηλότεροι φόροι αφήνουν μεγαλύτερα περιθώρια για κρατικές δαπάνες, ενώ οι χαμηλότεροι φόροι περιορίζουν τη δυνατότητα δαπανών του κράτους. Η επιλογή μεταξύ αυτών των εναλλακτικών είναι πολιτικό ζήτημα. Αλλά μια γενική προσέγγιση που θα μπορούσε να συγκεντρώσει διακομματική υποστήριξη στη Γερμανία θα ήταν να διασφαλισθεί ότι το μερίδιο οικονομικής παραγωγής που αναλογεί στον δημόσιο τομέα ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται μεσοπρόθεσμα.
Στην πραγματικότητα, η αναλογία φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στο ΑΕΠ στη Γερμανία αυξάνεται επί χρόνια. Ένα σημείο αναφοράς για την απόφαση του συνολικού φορολογικού βάρους θα μπορούσε να είναι το έτος 2014, στο οποίο το καθαρό νέο χρέος για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μειώθηκε στο μηδέν. Εκείνη την εποχή τα φορολογικά έσοδα (συμπεριλαμβανομένων των εισφορών) αναλογούσαν στο 38,6% του ΑΕΠ. Έως το 2018 το ποσοστό είχε αυξηθεί στο 39,8%.
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, ο λόγος φόρων προς το ΑΕΠ, εξαιρουμένων των κοινωνικών εισφορών, έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά, από το 22,1% το 2014 στο 22,8% πέρυσι. Έως το 2020 θα έχει υπερβεί το 23%.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι ότι ο πληθωρισμός και οι ρυθμοί αύξησης των κερδών ωθούν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό φορολογουμένων προς υψηλότερη φορολογική κλίμακα. Η επαναφορά της αναλογίας φόρου ως προς το ΑΕΠ στα επίπεδα του 2014 προϋποθέτει φορολογική ελάφρυνση το 2020 της τάξης των 34 δισ. ευρώ (38 δισ. δολάρια). Ακόμη και να φθάσει τα επίπεδα του 2017, η κυβέρνηση θα πρέπει να χαμηλώσει το φορολογικό βάρος κατά 22 δισ. ευρώ.
Αλλά ποιοι φόροι πρέπει να μειωθούν; Η κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης, μια πρόσθετη επιβάρυνση επί του φόρου εισοδήματος, θα ήταν μια καλή αρχή. Αυτός ο φόρος επιβλήθηκε υπό τη λογική ότι θα ήταν προσωρινός, για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας μετά την επανένωση. Τριάντα χρόνια αργότερα, είναι καιρός να υλοποιηθεί αυτή η υπόσχεση.
Το επιχείρημα ότι το τέλος του φόρου αλληλεγγύης θα ήταν ένα ανεπιθύμητο «δώρο για τους πλουσίους» στρεβλώνει τα γεγονότα. Η αλήθεια είναι ότι η επιβολή του ήταν ένα έκτακτο μέτρο που έπληξε κυρίως τους «πλουσίους». Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα της Γερμανίας πρόθυμο να φορολογήσει τους μεγαλο-εισοδηματίες θα πρέπει να υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση των συντελεστών φόρου εισοδήματος και όχι να μπλοκάρει την ήδη καθυστερημένη απόσυρση του φόρου αλληλεγγύης.
Η άποψη ότι θα ήταν πιο λογικό να κατευθυνθούν τα χρήματα που εισπράχθηκαν από τον φόρο αλληλεγγύης προς δημόσιες επενδύσεις δεν είναι πειστική, διότι δεν υπάρχει έλλειψη κεφαλαίων διαθέσιμων για επενδύσεις. Ταυτόχρονα, οι κρατικές δαπάνες τόνωσης της κατανάλωσης αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό και τα αναδιανεμητικά προγράμματα συχνά αποτυγχάνουν να στοχεύσουν στους φτωχούς. Η αποτυχία των προγραμμάτων υποδομών στη Γερμανία οφείλεται περισσότερο στις παρατεταμένες διαδικασίες σχεδιασμού και στις αντιδράσεις των τοπικών κοινοτήτων παρά στην έλλειψη κεφαλαίων.
Επιτακτική δράση χρειάζεται επίσης και στην εταιρική φορολόγηση. Στη Γερμανία, ο στάνταρ φορολογικός συντελεστής για τα κέρδη των επιχειρήσεων είναι περίπου 30%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από ό,τι ισχύει σε ανάλογες χώρες. Μεταξύ του G7, μόνο ο συντελεστής 33% της Γαλλίας είναι υψηλότερος και θα πέσει στο 28% τα επόμενα χρόνια, με συμφωνία για περαιτέρω μείωση στο 22%. Για να αποτραπεί μια μείωση των φορολογικών εσόδων μέσω των επιχειρήσεων που στέλνουν κέρδη στο εξωτερικό και για να διατηρηθούν θέσεις εργασίας και επενδύσεις στη Γερμανία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει το πρωτοποριακό παράδειγμα της Γαλλίας και να μειώσει σταδιακά το φορολογικό βάρος για τις επιχειρήσεις προς το 25%.
Οι πολέμιοι της μεταρρύθμισης στη φορολόγηση επιχειρήσεων υποστηρίζουν ότι το υψηλό πλεόνασμα εξαγωγών της Γερμανίας δείχνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη να καταστεί ακόμη πιο ανταγωνιστική η οικονομία της. Αλλά αυτό είναι απλά λάθος. Οποιοσδήποτε επικαλείται αυτό το επιχείρημα μπερδεύει το εξαγωγικό δυναμικό των επιχειρήσεων με την ελκυστικότητα της Γερμανίας ως προορισμού για επενδύσεις και θέσεις εργασίας.
Το εξαγωγικό πλεόνασμα της Γερμανίας συνοδεύεται από εξαγωγές κεφαλαίου, διότι περισσότερες είναι οι επενδύσεις στο εξωτερικό απ’ ό,τι στο εσωτερικό. Η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων θα το αλλάξει αυτό. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, εάν ο φορολογικός συντελεστής μειωνόταν από το 30% στο 25%, οι επιχειρήσεις στη Γερμανία θα μπορούσαν να αυξήσουν τις επενδύσεις έως και 14%.
Υπάρχει κι ένα τελευταίο επιχείρημα υπέρ της φορολογικής ελάφρυνσης. Θα ανάγκαζε τους Γερμανούς πολιτικούς να επανεξετάσουν τα υφιστάμενα προγράμματα κυβερνητικών δαπανών και προτεραιότητες, αντί να είναι πάντα σε ετοιμότητα για νέα προγράμματα δαπανών, απλώς και μόνο επειδή φαίνεται ότι υπάρχουν άφθονα κεφάλαια διαθέσιμα.
Copyright: Project Syndicate, 2019.
www.project-syndicate.org