Από την έντυπη έκδοση
Της Τατιάνας Ψαριανού,
partner της εταιρείας Οικονομικών Συμβούλων & Ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.
Συνηθέστατο πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και των επιχειρήσεων αποτελεί ο ορισμός της έννοιας των δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 38, του Ν. 4172/13. Αν και ο όρος «δικαιώματα» είναι απόλυτα σαφής και περιλαμβάνει τις «πληρωμές για τη χρήση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού» και «την εκμίσθωση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού», εντούτοις η εφαρμογή των διατάξεων αυτών αποδεικνύεται αρκετά περίπλοκη, αφού ως απόλυτο κριτήριο στην ερμηνεία τους από το υπουργείο Οικονομικών λαμβάνεται, όχι η όσον το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση του πνεύματος και του γράμματος του νόμου, αλλά το στενό συμφέρον του Δημοσίου, η εξυπηρέτηση του οποίου εννοείται και ταυτίζεται -κατά πάγια τακτική- με τη μεγαλύτερη είσπραξη φόρων.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα δικαιώματα σχετίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τις επιμέρους διατάξεις των συμβάσεων περί αποφυγής διπλής φορολογίας, αφού πολλές οικονομικές πράξεις που χαρακτηρίζονται ως δικαιώματα αναφέρονται σε συναλλαγές με χώρες του εξωτερικού, που έχει υπογράψει η χώρα μας τέτοιες συμβάσεις. Αν και είναι πλεονασμός, αναφέρουμε ότι οι συμβάσεις αυτές υπερτερούν των φορολογικών νόμων, αφού αποτελούν διακρατικές συμφωνίες. Και το λέμε αυτό, γιατί αρκετές φορές προτάσσονται οι διατάξεις του νόμου αντί εκείνων των εν λόγω συμβάσεων.
Και είναι το θέμα των δικαιωμάτων σημαντικό, αφού σύμφωνα με την περ. 3, του άρθρου 40, του Νόμου Ν. 4172/13, «τα δικαιώματα φορολογούνται με συντελεστή 20%». Δηλαδή, για μια συναλλαγή του ενός εκατομμυρίου, ο φόρος ανέρχεται σε διακόσιες χιλιάδες ευρώ, κάτι που αποτελεί κρίσιμο σημείο ακόμα και για τη διενέργεια της ίδιας της οικονομικής πράξης. Και, φυσικά, η απάντηση για το αν επιβαρύνεται ή όχι μια συναλλαγή με τον φόρο αυτό, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να προϋποθέτει την υπογραφή και την προσκόμιση στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου της οριστικής συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών, αφού αυτή πολλές φορές εξαρτάται άμεσα από την επιβολή ή όχι του φόρου. Και ο ισχυρισμός ότι σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, προκειμένου να αποφανθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες, απαιτούν την υποβολή σ’ αυτές του οριστικού υπογεγραμμένου εγγράφου που περιγράφει λεπτομερώς το αντικείμενο της συμφωνίας, είναι τελείως ανακριβής.
Απλά, σε ορισμένα κράτη, προκειμένου να διαπιστωθεί η επιβολή ή όχι του φόρου, απαιτείται το προσύμφωνο και όχι η οριστική συμφωνία, κάτι το οποίο θεωρείται λογικό.
Για να δείξουμε το μέγεθος του προβλήματος και την αναγκαιότητα της περαιτέρω αποσαφήνισης των σχετικών διατάξεων ή της ανάθεσης των υποθέσεων αυτών σε πλέον ειδικούς υπαλλήλους του υπουργείου, θα αναφέρουμε μόνο την περίπτωση της μίσθωσης ενός χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, μαζί με τον απαραίτητο για τη λειτουργία του εξοπλισμό (μπάρες κ.λπ.), καθώς και την άδεια λειτουργίας του.
Στην ΠΟΛ. 1042/15, αναφέρεται ότι «ειδικότερα, δικαίωμα αποτελούν και οι πληρωμές που καταβάλλονται με σκοπό την περαιτέρω παραχώρηση της αρχικής άδειας χρήσης του άυλου στοιχείου (δικαιώματος)».
Επίσης, στην ίδια εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι «οι διατάξεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τις περιπτώσεις που μεταβιβάζεται η κυριότητα του άυλου στοιχείου και επέρχεται η πλήρης αποξένωση του ιδιοκτήτη από αυτό, αλλά μόνο τις περιπτώσεις που παρέχεται η χρήση ή το δικαίωμα χρήσης του άυλου στοιχείου».
Άρα στην περίπτωση που μια επιχείρηση μισθώνει έναν χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μαζί με τον απαραίτητο εξοπλισμό που έχει εγκατασταθεί σε αυτόν και μαζί με την άδεια λειτουργίας του, ώστε ο χώρος να συνεχίσει να λειτουργεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, όχι πλέον από τον ιδιοκτήτη, αλλά από τον μισθωτή, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν εμπίπτει στις παραπάνω διατάξεις.
Συνεπώς, ο ιδιοκτήτης του γκαράζ αυτοκινήτων αποξενώνεται από το άυλο στοιχείο της άδειας λειτουργίας του χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων. Και ο μισθωτής, βάσει των όρων του Μισθωτηρίου Συμβολαίου, δύναται, για όσο διαρκεί η μίσθωση, να το εκμεταλλεύεται αποκλειστικά.
Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 39, του Ν. 4172/13, ο όρος «εισόδημα από ακίνητη περιουσία [...] σημαίνει το εισόδημα σε χρήμα [...] που προκύπτει από την εκμίσθωση [...] ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων. Ειδικότερα το εισόδημα αυτό προκύπτει από: α) Εκμίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισμού τους».
Στην ΠΟΛ.1069/15, ορίζεται ότι «όσον αφορά τις “μικτές συμβάσεις”, ήτοι συμβάσεις παραχώρησης του δικαιώματος παρουσίας και λειτουργίας μιας επιχείρησης σε ακίνητο (δικαίωμα εμπορικής εκμετάλλευσης του ακινήτου), στο οποίο περιλαμβάνεται διακριτά και παρεπόμενο δικαίωμα μίσθωσης, ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία λογίζεται τόσο το μίσθωμα που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσο και το ποσό της άυλης αξίας (δικαίωμα εμπορικής εκμετάλλευσης)».
Συνεπώς, από τη μίσθωση του γκαράζ (χώρου, εξοπλισμού, άδειας λειτουργίας), δεν προκύπτει κάποιο δικαίωμα -και κακώς απαιτήθηκε από το Δημόσιο-, αφού πρόκειται για μια «μικτή σύμβαση» μίσθωσης, όπου, μαζί με την ενοικίαση του χώρου και του εξοπλισμού, ενοικιάζεται και η εμπορική εκμετάλλευση του ακινήτου ως χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.