Της Ανθής Αγγελοπούλου
Πάνω από 300.000 νέα κρούσματα καρκίνου του στόματος καταγράφονται κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα τελευταία 10 χρόνια τα περιστατικά καταγράφουν αύξηση κατά 25%.
Ο στοματικός καρκίνος αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, λόγω της συχνότητάς του και του χαμηλού ποσοστού επιβίωσης των ασθενών. Παρ’ όλες τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της νόσου και τις βελτιωμένες μορφές θεραπείας αυτό το ποσοστό επιβίωσης δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Όπως τόνισε σε ημερίδα του Οδοντιατρικού Συλλόγου Πειραιά η οποάι έγιεν σε συνεργασία με το Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά «Μεταξά», με θέμα «Ογκολογικός ασθενής», ο επίκουρος καθηγητής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής του ΕΚΠΑ, Λάμπρος Γκουτζάνης, το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης για τους ασθενείς με καρκίνο στο στόμα ανέρχεται στο 81,9%, αλλά πέφτει δραματικά στο 46,4% για τους ασθενείς με επέκταση της νόσου στους επιχώριους λεμφαδένες και στο 21,1% γι’ αυτούς που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.
Ο στοματικός καρκίνος δυστυχώς διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Μόλις το 31% των καρκινωμάτων του στόματος διαγιγνώσκεται σε αρχικό στάδιο.
Τα συμπτώματα που παρουσιάζει στο 80% των ασθενών είναι έλκος ή εξόγκωμα στο στόμα που δεν επουλώνεται. Επίσης στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται η ενόχληση στο στόμα που δεν υποχωρεί, μία λευκή ή κόκκινη κηλίδα στο στόμα ή στο φάρυγγα, δυσκολία ή πόνος κατά τη μάσηση ή την κατάποση, κάποιο ανώδυνο εξόγκωμα στον τράχηλο που συνήθως σχετίζεται με τον ιό HPV, ασυνήθιστη αιμορραγία ή μούδιασμα στο στόμα, απώλεια δοντιών χωρίς εμφανή αιτία, δυσκολία στην κίνηση της γνάθου, απώλεια βάρους.
Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας πως στοματικές βλάβες που επιμένουν και εγείρουν ισχυρό βαθμό υποψίας για κακοήθεια, πρέπει να παραπέμπονται για περαιτέρω εκτίμηση, εργαστηριακό έλεγχο και βιοψία. Όσο για βλάβες που φαίνονται αρχικά αθώες, θα πρέπει να παρακολουθούνται για 2-3 εβδομάδες και εάν συνεχίζουν να είναι παρούσες, να παραπέμπονται για περαιτέρω έλεγχο.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπευτική του αντιμετώπιση της νόσου είναι πολλοί (μέγεθος, θέση, στάδιο, μεταστάσεις), ενώ καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή του θεραπευτικού σχήματος αποτελούν η ηλικία, η πρόγνωση και η ποιότητα ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής στο ΑΠΘ Λάμπρος Ζουλούμης, υπάρχει η ριζική θεραπεία, η οποία είναι επιθετική και έχει ως στόχο την ύφεση της νόσου και την ίαση του ασθενούς και η παρηγορητική θεραπεία, η οποία δεν είναι επιθετική και ενέχει λιγότερους κινδύνους και παρενέργειες. Σε αυτή τη θεραπεία προέχει η ανακούφιση των ασθενών από τα συμπτώματα και η παράταση της ζωής τους.
Ωστόσο, όπως σημείωσε η παθολόγος ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Αναστασία Παφίλη, υπάρχουν και επιπλοκές κατά τη διάρκεια της θεραπείας καθώς η χημειοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα υγιή κύτταρα του στοματικού βλεννογόνου και να προκαλέσει ευαισθησία, άλγος, εξέλκωση, ξηροστομία, απώλεια ή διαταραχή στην αίσθηση της γεύσης, αιμορραγία από τα ούλα, διαταραχές σιάλου και λοιμώξεις.
Αλλά και η ακτινοθεραπεία προκαλεί επιπλοκές στο στόμα των ασθενών, καθώς το 80% των ασθενών κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας ακτινοβλεννογονίτιδα κατά τη δεύτερη-τρίτη εβδομάδα μετά την έναρξη της θεραπείας και διαρκεί 4-6 εβδομάδες μετά το πέρας αυτής. Επίσης, η ξηροστομία ταλαιπωρεί πολλούς ασθενείς από την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας μέχρι το πέρας της ακτινοθεραπείας τους, ενώ υπάρχουν και ασθενείς που ταλαιπωρούνται έως και 3 χρόνια μετά το τέλος της θεραπείας. Η οστεοακτινονέκρωση εμφανίζεται στους ασθενείς 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας έως και 12 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας.
Η εξέταση της στοματικής κοιλότητας από οδοντίατρο 14 μέρες πριν από την έναρξη της χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας κρίνεται απαραίτητη, ενώ μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις πρέπει να αναβάλλονται μέχρι την ολοκλήρωση της ογκολογικής θεραπείας.
Όπως αναφέρθηκε στην ημερίδα, οι οδοντίατροι πρέπει να καθοδηγούν τους ασθενείς για τη σωστή υγιεινή του στόματος και να τους παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Για τους πρώτους έξι μήνες μετά τη θεραπεία η οδοντιατρική παρακολούθηση πρέπει να γίνεται κάθε 4-8 εβδομάδες, ενώ εξαγωγή δοντιού πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από έξι μήνες μετά το τέλος της θεραπείας για να περιορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης οστεοακτινονέκρωσης. Αν η εξαγωγή δοντιών δεν μπορεί να αποφευχθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να γίνει συντηρητικά με αντιβιοτική κάλυψη και ενδεχομένως θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο. Ενώ, η πλήρης συνεργασία οδοντιάτρου και ογκολόγου είναι σημαντική για την υγεία των ογκολογικών ασθενών, καθώς υπάρχει και ο κίνδυνος αλληλεπιδράσεων φαρμάκων.