Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Τέλος ιστορίας για έναν άνθρωπο και τον κόσμο στον οποίο έζησε. Κοινή γαρ η τύχη. Όλοι στο έλεός της, ελαφριοί σαν πούπουλο, ανυπεράσπιστοι στο εκκρεμές ενός πελώριου ρολογιού, ακόμη κι αν έχουμε συμφιλιωθεί με τον «μεγάλο ύπνο».
Απροστάτευτοι όλοι, μα κάποιοι ξεδιάντροποι με τον θάνατο του άλλου, τον πόνο των άλλων.
Δεν είναι ένας, είναι αρκετοί που εκσφενδονίζουν τα καυτά, την εμπάθεια, τη φλυαρία των ενστίκτων, και όλες εκείνες τις τοξίνες που εκκρίνει η μικροψυχία.
Ο θάνατος και η είδηση του θανάτου έχουν έναν κανόνα: Σεβασμός.
Δεν είναι ανάγκη να πενθήσεις, ούτε καν να αναστείλεις την κριτική, ακόμη και οξεία, για τα έργα και την πολιτεία του αποδημήσαντος. Δείξε μια στάλα σεβασμό στο αμετάκλητο δύσβατο και τη σιδερένια νομοτέλεια, σεβασμό στο πάσχον σώμα και την ψυχή αλγούσα, σεβασμό στον άταφο νεκρό. Απλά και ανθρώπινα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει εκείνη τη φράση την κακοποιημένη, «ο αποθανών δεδικαίωται», που μεταφράζεται με πληθωρικούς λόγους, εξωραϊστικές υπερβολές, ωραιοποιήσεις και αγιογραφίες, που αδικούν τον άνθρωπο, γιατί τον απεκδύουν από το πραγματικό βάρος του, τις διαστάσεις και τις γραμμές του.
Αυτό δεν είναι σεβασμός στη μνήμη του νεκρού. Είναι άρνηση της πραγματικής μνήμης. Άλλο το «κοιμού εν ειρήνη» κι άλλο εικόνα χωρίς γκρίζο να ‘χει μείνει.
Το «δεδικαίωται» εδώ δεν σημαίνει «είναι δικαιωμένος», αλλά «είναι απαλλαγμένος».
Το κυριότερο, η φράση είναι κολοβωμένη: «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», λέει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή. «Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία».
Ούτε η αρρώστια, ο πόνος και η ταπείνωση από φόβο. Από τον φόβο της μοναξιάς, από τον φόβο του θανάτου.
Ο αποθανών με το ξεχωριστό απολύτως αναγνωρίσιμο, αμφιλεγόμενο, στιλ είναι απαλλαγμένος. Και από προσωπολάτρες και από προσωποφάγους.