«Η συζήτηση για το Brexit έχει μπει σε μια νέα φάση, που μπορεί να αποδειχθεί χαώδης. Η Βρετανία έχει ήδη δεχθεί ένα πλήγμα στην οικονομία της και το κύρος της από το έπος του Brexit. Οι επενδύσεις έχουν παγώσει, οι θέσεις εργασίας μετακομίζουν, η λίρα έχει πέσει, η Βρετανία θεωρείται πλέον περισσότερο ένας πολιτικός κίνδυνος παρά μια δύναμη σταθερότητας. Αν οι ηγέτες μας εξακολουθήσουν να τρέφουν ψευδαισθήσεις για τις πραγματικές τους επιλογές, η ζημιά μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφή», αναφέρει σε άρθρο του στην «Guardian» ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της International Rescue Committee και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ντέιβιντ Μίλιμπαντ.
«Η πρώτη ψευδαίσθηση είναι πως το βασικό πρόβλημα με το Brexit είναι οι λανθασμένες διαπραγματευτικές τακτικές της κυβέρνησης. Αυτό το λένε τόσο οι Brexiteers όσο και η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος. Ο Μπόρις Τζόνσον υποστηρίζει ότι η Βρετανία έπρεπε να έχει δείξει περισσότερη θέληση. Ο Ντόμινικ Ράαμπ λέει ότι έπρεπε να έχουμε απειλήσει πως δεν θα εκπληρώσουμε οικονομικές συμφωνίες. Ο Οουεν Πάτερσον προτείνει να ταχθούμε υπέρ μιας μη-συμφωνίας ώστε να αναγκάσουμε την Ε.Ε. να προβεί σε παραχωρήσεις.
Η ηγεσία των Εργατικών δεν είναι καλύτερη. Η συνέντευξη του Τζέρεμι Κόρμπιν στην «Guardian» προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Όπως διευκρίνισε, η διαφορά του με την κυβέρνηση έγκειται στις τακτικές, όχι στους στόχους. Στο πολιτικό προσωπικό, όχι στις αρχές. Ο ηγέτης των Εργατικών φαίνεται να πιστεύει ότι μια καλύτερη ατμόσφαιρα θα οδηγούσε σε μια καλύτερη συμφωνία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση χειρίστηκε κάκιστα τις διαπραγματεύσεις, από τις κόκκινες γραμμές για την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά μέχρι την πρόωρη χρησιμοποίηση του άρθρου 50 (με την υποστήριξη του Κόρμπιν) και τη μονόπλευρη προσέγγιση της πρωθυπουργού. Τα προβλήματα του Brexit όμως είναι δομικά, όχι αποτέλεσμα της κυβερνητικής ανικανότητας. Οι υποσχέσεις που έχουν δοθεί δεν ταιριάζουν ούτε μεταξύ τους ούτε με την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει μελλοντικό κράτος όπου το ελεύθερο εμπόριο και οι δεσμεύσεις της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής ταιριάζουν με την αποχώρηση από την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά. Η συζήτηση για το backstop αποτελεί σύμπτωμα του προβλήματος, όχι πυρήνα του. Αν φύγεις από το κλαμπ, δεν μπορείς να επωφελείσαι πλέον από τα προνόμια.
Η δεύτερη ψευδαίσθηση είναι εξίσου σημαντική. Πρόκειται για την ιδέα ότι αν περάσει το σχέδιο της Τερέζα Μέι, ή η εκδοχή των Εργατικών, τότε θα τελειώσουμε με το Brexit και θα μπορούμε να ασχοληθούμε με την πρόοδο της χώρας. Στην πραγματικότητα, αν ψηφιστεί το σχέδιο της Μέι οι διαστρεβλώσεις που το παραμόρφωσαν θα συνεχιστούν. Και θα επανεμφανιστούν σε όλη τους την έκταση όταν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε.
Η επιθυμία να διώξουμε το Brexit από τους τίτλους των εφημερίδων και να απελευθερώσουμε την πολιτική και οικονομική ενέργεια που απαιτείται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας είναι κατανοητή. Ο μόνος τρόπος όμως να δημιουργηθεί χώρος για να προχωρήσει η χώρα πέρα από το Brexit είναι να της δοθεί η ευκαιρία να αποφασίσει αν θέλει να προχωρήσει με το Brexit. Δεν υπάρχει ρεαλιστικό μέλλον όπου θα συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε με την Ε.Ε. και την ίδια στιγμή θα κινητοποιούμε δυνάμεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του μέλλοντος.
Η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα πάνω από 100 μελέτες για τους τομείς της οικονομίας που θα επηρεαστούν στην περίπτωση μη συμφωνίας. Για όλους αυτούς τους τομείς θα χρειαστούν λεπτομερείς διευθετήσεις για το μέλλον. Ο Καναδάς χρειάστηκε εφτά χρόνια για να διαπραγματευτεί με αποτελεσματικό τρόπο μια εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. Όπως είπε ο σερ Ιβάν Ρότζερς, επικεφαλής βρετανός διπλωμάτης στις Βρυξέλλες μέχρι πριν από δύο χρόνια, «οι συνομιλίες για το ελεύθερο εμπόριο θα είναι σκληρότερες από οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι σήμερα».
Υπάρχει μια τελευταία ψευδαίσθηση: ότι ο κόσμος πέραν της Ευρώπης περιμένει με αγωνία να προσφέρει επωφελείς εμπορικές συμφωνίες στη Βρετανία. Αυτές οι τρίτες χώρες όμως έχουν τα δικά τους συμφέροντα. Και αποτελεί αυταπάτη να νομίζει κανείς ότι θα κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός του να θέσουν δύσκολα διλήμματα στη Βρετανία. Τρεις είναι οι δυνάμεις που καθορίζουν τους κανόνες στον 21ο αιώνα: η ΕΕ, οι ΗΠΑ και η Κίνα. Αν βγεις από την ΕΕ, ακολουθείς τους κανόνες που καθορίζουν οι άλλοι.
Το παράδοξο με τη σημερινή μας κατάσταση είναι ότι οι Ευρωπαίοι γείτονές μας απομακρύνονται από εμάς την ώρα ακριβώς που πλησιάζει το ενδεχόμενο ενός δεύτερου δημοψηφίσματος. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελέσει παραδοχή ήττας ούτε προσβολή προς εκείνους που ψήφισαν Brexit. “Καλύτερα ασφαλής παρά μετανιωμένος» λένε όταν αγοράζεις ένα σπίτι, και ο ίδιος κανόνας θα πρέπει να ισχύσει για μια θεμελιώδη εθνική απόφαση.
Η εναλλακτική λύση έναντι μιας κακής συμφωνίας – του σχεδίου της Μέι – δεν είναι η απουσία συμφωνίας. Ο Γκόρντον Μπράουν έχει πει ότι ένα δημοψήφισμα πρέπει να προετοιμαστεί προσεκτικά προκειμένου να αρχίσει η επούλωση των πληγών. Τα δημοψηφίσματα δεν είναι διχαστικά όταν οι πολίτες λαμβάνουν μέρος στη σύνταξη του ερωτήματος και στις σχετικές συζητήσεις. Χρειάζεται χρόνος, αλλά ο χρόνος αυτός είναι πολύτιμος.
Γνωρίζουμε ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ντόναλντ Τραμπ θέλουν τη Βρετανία εκτός Ε.Ε. Τα συμφέροντά τους όμως δεν είναι και δικά μας συμφέροντα. Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο: πρέπει να πιαστούμε από την πραγματικότητα, να απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις στα δεξιά και τα αριστερά και να υιοθετήσουμε ένα όραμα για το μέλλον της Βρετανίας που θα είναι θετικό, προοδευτικό – και ευρωπαϊκό».
Πηγές: ΑΜΠΕ, Guardian