Δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Ελληνίδα μουσουλμάνα, η οποία είχε προσφύγει εναντίον της ελληνικής δικαιοσύνης, με αφορμή την εφαρμογή του νόμου της «Σαρία» σε κληρονομική της υπόθεση.
Συγκεκριμένα, με απόφασή του, το ΕΔΔΑ καθιστά σαφές ότι για τα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας που απολαμβάνει τα οφέλη ενός ειδικού θρησκευτικού δικαίου, η άρνηση της Πολιτείας να τους δώσει το δικαίωμα να ωφεληθούν οικειοθελώς από το κοινό δίκαιο -που ισχύει για όλους τους υπόλοιπους πολίτες- συνιστά διακριτική μεταχείριση και παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης, το οποίο αποτελεί δικαίωμα «πρωταρχικής σημασίας».
Παράλληλα, το δικαστήριο παρατηρεί πως μέχρι πρότινος, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που είχε εφαρμόσει το νόμο της Σαρία σε πολίτες της, ενάντια στις ίδιες τους τις επιθυμίες.
Η υπόθεση της Ελληνίδας αφορούσε την εφαρμογή από τα ελληνικά δικαστήρια, του ισλαμικού θρησκευτικού νόμου (Σαρία) σε μία κληρονομική διαφορά μεταξύ Ελλήνων υπηκόων που ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Έλληνας υπήκοος και σύζυγος της ενάγουσας, μέλος και αυτός της μουσουλμανικής μειονότητας, άφησε στη διαθήκη του -την οποία συνέταξε σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο- ολόκληρη την περιουσία στη σύζυγό του.
Τα ελληνικά δικαστήρια ωστόσο, έκριναν ότι η βούληση του αποθανόντος ήταν άνευ αντικειμένου, διότι το εφαρμοστέο στην υπόθεση δίκαιο ήταν το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο, το οποίο της στερούσε τα 3/4 της κληρονομιάς της.
Τα δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι στην Ελλάδα, το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο εφαρμόζεται ειδικά στους Έλληνες μουσουλμανικής πίστης. Η ενάγουσα υποστήριξε ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκείας, διότι αν ο σύζυγός της δεν ήταν μουσουλμάνος, θα είχε κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία του.
Το ΕΔΔΑ ως εκ τούτου, διαπιστώνει ότι η διαφορετική μεταχείριση δεν ήταν αντικειμενικά και εύλογα αιτιολογημένη σε σύγκριση με δικαιούχο διαθήκης που συντάχθηκε, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από Έλληνα που δεν είναι μουσουλμάνος.
Τονίζει δε, ότι η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί τη δημιουργία συγκεκριμένου νομικού πλαισίου που να παράσχει στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια. Εντούτοις, ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για τα δικαιώματα της συγκεκριμένης ομάδας, εφαρμόστηκαν χωρίς διακρίσεις.
Επιπλέον, η άρνηση σε μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να ωφεληθούν οικειοθελώς από το κοινό δίκαιο, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνιστά, όχι μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση δικαιώματος πρωταρχικής σημασίας στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων -δηλαδή του δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ