Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ο Μάριο Ντράγκι έριξε αυλαία στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Η εξέλιξη αποτελεί σταθμό για την Ευρωζώνη. Όμως η Ελλάδα αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή. Ζει ούτως ή άλλως στο δικό της μικροπεριβάλλον, καθώς έχει «φροντίσει» για αυτό.
Ιανουάριος 2015. Η ΕΚΤ ενεργοποιεί το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Η Ευρωζώνη περιμένει πώς και πώς την επιτάχυνση της ανάκαμψης μέσα από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία της. Η Ελλάδα όμως, η οποία οδηγεί με βασανιστικά χαμηλή ταχύτητα στη δεξιά λωρίδα, τραβάει χειρόφρενο. Έπειτα από διαβούλευση με τον εαυτό της, βγαίνει από τον αυτοκινητόδρομο, για την ακρίβεια, στον χωματόδρομο. Τελικά επιστρέφει, στον παράδρομο, με φθαρμένο αυτοκίνητο. Ας είναι κι έτσι.
Ιούλιος 2015. Ο πρωθυπουργός μιλά για «έστω και μερική συμμετοχή της Ελλάδας» στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Οκτώβριος 2016. Ο πρωθυπουργός δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι η χώρα θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ «για να γίνει πόλος επενδύσεων». Δεκέμβριος 2017. Ο πρωθυπουργός συνειδητοποιεί ότι η Ελλάδα κατάφερε να χάσει οριστικά το QE και προσαρμόζει σταδιακά τη ρητορική του. «Θεωρώ ότι θα ενταχθούμε, αλλά δεν είναι τόσο κρίσιμης σημασίας για εμάς, όπως πιστεύαμε πριν».
Κι όμως. Η μη συμμετοχή στο QE καθόρισε τον βαθμό εμπιστοσύνης στην Ελλάδα και δυσχέρανε την πρόσβαση στις αγορές. Αποστέρησε, σε κάθε περίπτωση, από την οικονομία τη δυνατότητα για χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Η ΕΚΤ θα αγόραζε ελληνικά ομόλογα αξίας 3 δισ. ευρώ παρέχοντας πολύτιμη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες.
Χάρη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο προσέγγισε τα 2,6 τρισ. ευρώ και ισοδυναμεί με το 1/5 του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων στην περιοχή του ευρώ μειώθηκαν έως 150 μονάδες βάσης. Ο θετικός αντίκτυπος ήταν μάλιστα μεγαλύτερος στις χώρες της περιφέρειας και κυρίως στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Η ελληνική οικονομία στερήθηκε κατά αποκλειστικότητα τα οφέλη μιας εξαιρετικά ευνοϊκής συγκυρίας στην Ευρωζώνη, την οποία οδήγησαν η άπλετη ρευστότητα, η φτηνή ενέργεια και οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Η Ελλάδα δεν αξιοποίησε την ευκαιρία, αυξάνοντας το εθνικό ρίσκο στη δύσκολη περίοδο που κατά τα φαινόμενα θα ακολουθήσει στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Η απώλεια του QE συνιστά μετρήσιμη αποτυχία της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Θα πρέπει να πιστωθεί ως τέτοια.