Το σκηνικό δεν θα μπορούσε, προφανώς, να είναι πιο αντιφατικό: στην κατεξοχήν χώρα του άνθρακα, την Πολωνία, διεξάγεται αυτές τις μέρες η Διεθνής Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα. Οξύμωρο ή ελπιδοφόρο;
Η σχέση της Πολωνίας με τον άνθρακα είναι στενή και μακρά. Από τις απαρχές της βιομηχανοποίησης στη χώρα ο άνθρακας ήταν η προτιμητέα πηγή ενέργειας αφού ήταν άφθονη στη χώρα, καθιστώντας την ιδιαίτερα οικονομική. Οι συνέπειες για το περιβάλλον δεν έπαιζαν ποτέ ρόλο.
Όταν κατέρρεε ο κομμουνισμός στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα εργοστάσια λιγνίτη κάλυπταν το 100% των ενεργειακών αναγκών της Πολωνίας. Σήμερα, σχεδόν 40 χρόνια μετά, το ποσοστό της παραγωγής ενέργειας από άνθρακα αντιστοιχεί στο 78% επί του συνόλου. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη γνώρισε η αιολική ενέργεια, που καλύπτει σήμερα το 9% των ενεργειακών αναγκών των Πολωνών.
Τα σχέδια της κυβέρνησης προβλέπουν την περαιτέρω μείωση της εξάρτησης από τον άνθρακα και, συγκεκριμένα, στο 60% μέχρι το 2030. Για μια χώρα που θεωρούσε τον άνθρακα ακρογωνιαίο λίθο της ανάπτυξής της, ο στόχος αυτός ισοδυναμεί με μια μικρή επανάσταση.
Επιδοτήσεις για μια άρρωστη βιομηχανία
Στην Πολωνία τα εργοστάσια λιγνίτη επιδοτούνται από το κράτος. Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (ISSD), με δεδομένη τη χαμηλή ποιότητα του άνθρακα και τον μεγάλο μέσο όρο ηλικίας των εργοστασίων, η κερδοφορία του κλάδου οφείλεται πλέον αποκλειστικά και μόνον στην πολιτική των επιδοτήσεων. Σύμφωνα με έρευνα του think tank WiseEuropa που εδρεύει στη Βαρσοβία, μεταξύ 1990 και 2016 η Πολωνία δαπανούσε περί τα δυο δις ευρώ ετησίως για να στηρίξει τη βιομηχανία άνθρακα.
Πλέον όμως διαφαίνεται αλλαγή πλεύσης. Σε αυτό δεν συνέβαλαν μόνον οι υψηλές τιμές του ευρωπαϊκού εμπορίου ρύπων που τριπλασιάστηκαν το 2017. Υπέρ καθαρότερων πηγών ενέργειας τάσσονται πρωτίστως οι ίδιοι οι πολίτες, που διαμαρτύρονται για την ατμοσφαιρική ρύπανση και τα ιδιαίτερα ρυπογόνα εργοστάσια λιγνίτη. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι πιέσεις από τις Βρυξέλλες, που ζητούν από τη Βαρσοβία να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες στο πεδίο της προστασίας του κλίματος.
«Στην πράξη η πολωνική κυβέρνηση συνεχίζει να στηρίζει ως επί το πλείστον τον άνθρακα», εξηγεί η Άννα Ογκνιέβσκα, από την Greenpeace Πολωνίας, προσθέτοντας: «Έναντι της ΕΕ, στις Βρυξέλλες, η Πολωνία […] ισχυρίζεται ότι επενδύει στην πράσινη ενέργεια. Όταν όμως επιστρέφουν σπίτι, τότε κατασκευάζουν νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη και δεν κάνουν αρκετά για να ενισχύσουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Είναι προφανές ότι η πολωνική κυβέρνηση φοβάται το πολιτικό κόστος, κυρίως στις περιοχές που εξαρτώνται οικονομικά άμεσα από τη βιομηχανία άνθρακα.
Τελειώνουν τα αποθέματα
Ο χρόνος όμως πιέζει πλέον ασφυκτικά. Το πιο πιθανό είναι ότι σύντομα η Πολωνία θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να αποχωριστεί τον άνθρακα. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα έχουν εξαλειφθεί τα αποθέματα λιγνίτη στα σημερινά ορυχεία ενώ την ίδια τύχη θα έχει και ο λιθάνθρακας.
Με τα ορυχεία άνθρακα να λιγοστεύουν και την κατανάλωση ενέργειας να αυξάνεται, η περαιτέρω ανάπτυξη καθαρών πηγών ενέργειας είναι μάλλον μονόδρομος για τους Πολωνούς.