Από την έντυπη έκδοση
Tου Σούμαν Μπέρι
Εξωτερικός συνεργάτης Bruegel
Όταν οι ηγέτες της Ομάδας του G20 συναντηθούν στο Μπουένος Άιρες στο τέλος του μήνα, θα συμπληρώνεται μία δεκαετία από την πρώτη τους συνάντηση στην Ουάσιγκτον. Καθώς δε η προεδρία του G20 περνά από την Αργεντινή στην Ιαπωνία (και μετά στη Σαουδική Αραβία) αξίζει να τεθεί το εξής ερώτημα: Γιατί το G20 έχει αντέξει τόσα χρόνια και τι χρειάζεται για να συνεχίσει να ανταποκρίνεται σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά;
Το G20 αποτελεί μία πολύ πιο διαφοροποιημένη ομάδα παικτών συγκριτικά με την Ομάδα των Επτά πιο Ανεπτυγμένων Χωρών του Πλανήτη (G7) που προηγήθηκε. Σε ανάλυση που μόλις ολοκλήρωσα για λογαριασμό του Bruegel, think tank στις Βρυξέλλες, το ερώτημα που θέτω είναι πώς έχει επηρεαστεί η παγκόσμια οικονομική διαχείριση απ’ αυτή τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση.
Tα αποτελέσματα είναι μικτά. Η συλλογική απάντηση των χωρών-μελών του G20 στην κρίση του 2008 ήταν συντονισμένη και θαυμαστή και σχεδόν έσωσε τον πλανήτη από μία δεύτερη μεγάλη ύφεση. Ανάμεσα στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, το τεράστιο πακέτο μέτρων στήριξης της Κίνας υπήρξε σημαντικό για ολόκληρο τον κόσμο, μία ένδειξη του οικονομικού της μεγέθους ακόμη και πριν από μία δεκαετία. Καθώς η κρίση άρχισε να υποχωρεί, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών -ειδικά στον ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής- υπήρξαν ζωτικής σημασίας στη διαμόρφωση της ανάκαμψης, με τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρότι παρέμειναν κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης, να διαδραματίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την πρώτη σύνοδο του G20, Κίνα και Ινδία είναι η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη (με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης). Τώρα, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες μέλη του G20 συνεισφέρουν στο παγκόσμιο ΑΕΠ στον ίδιο βαθμό με τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις για την ατολμία των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Οι πιο μεγάλες, Ινδία και Κίνα κυρίως, παραμένουν πολύ φτωχές συγκρινόμενες με τις χώρες μέλη του Ομίλου G7. Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι διστάζουν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γεγονός ότι θεωρούνται συστημικά σημαντικές λόγω του μεγάλου πληθυσμού τους. Συλλογικά, η συνεργασία στους κόλπους των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών δεν είναι τόσο καλή ούτε και τόσο συχνή όσο στους κόλπους του G7 (το οποίο συνεχίζει να συνεδριάζει ως μία ομάδα ηγετικών χωρών παράλληλα με το G20).
Η βαθιά οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των οικονομιών του G20 ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί ένα κοινό ενδιαφέρον για σταθερή, βιώσιμη και ισορροπημένη παγκόσμια ανάπτυξη. Όμως, σε πρακτικό επίπεδο, η συντονισμένη οικονομική πολιτική μεταξύ των κυβερνήσεων είναι πάντα δύσκολη - εκτός από περιόδους κρίσης. Πράγματι, οι χώρες του G7 εγκατέλειψαν την προσπάθεια την 20ετία που προηγήθηκε του 2008. Με την ελπίδα λοιπόν να θριαμβεύει και παρά τις απογοητεύσεις του παρελθόντος, οι ηγέτες του G20 έχουν επανειλημμένως κατευθύνει τους αξιωματούχους τους στο να διαδραματίσουν πιο ισχυρό ρόλο.
O αντίκτυπος από τη χρηματοπιστωτική κρίση φαίνεται ότι επιδείνωσε τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών περισσότερο από τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η αποκατάσταση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας θεωρείται βασική προτεραιότητα για τις πρώτες. Αυτό θα είναι πιο δύσκολο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική ελάττωση της πολιτικής στήριξης για παγκοσμιοποίηση μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών. Επίσης, το μεγάλο χάσμα όσον αφορά το άνοιγμα των χρηματοοικονομικών αγορών μεταξύ ανεπτυγμένων οικονομιών και αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων υποδηλώνει διαφορετικές προτεραιότητες στην ατζέντα των χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη μεταρρύθμιση της νομισματικής πολιτικής απ’ ό,τι οι ανεπτυγμένες. Η διακυβέρνηση του εμπορίου είναι επίσης ένας τομέας όπου οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα τα οποία ενδεχομένως να διαφέρουν απ’ αυτά των ανεπτυγμένων.
Η αποσπασματικότητα εντός του G7 καθώς και οι οικονομικές αποκλίσεις εντός των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική) ενδεχομένως να καταστήσουν πιο δύσκολο για το G20 να συμφωνήσει σε προτεραιότητες τα επόμενα έτη. Επιπλέον, το μέγεθος των πόρων σε οργανωτικό αλλά και σε γραφειοκρατικό επίπεδο που καταναλώνονται από το G20 -και στις δραστηριότητές του- συνεχίζει να μεγαλώνει. Όμως, σε μία περίοδο που οι διάφοροι πολυμερείς οργανισμοί βρίσκονται υπό πίεση, ένα πιο εστιασμένο και πιο αποτελεσματικό G20 ίσως να πρέπει να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο.
Αυτά τα επιχειρήματα καταλήγουν σε δύο συμπεράσματα. Πρώτον, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες θα πρέπει να γίνουν πιο εστιασμένες και αποφασιστικές στις συγκεκριμένες προτεραιότητές τους μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο ισορροπημένης παγκόσμιας ανάπτυξης. Δεύτερον, η μεταρρύθμιση της ίδιας της διαδικασίας του G20 είναι σημαντική έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους πόρους που καταναλώνονται και στον οικονομικό αντίκτυπο. H έκθεση της Ομάδας των Εμπειρογνωμόνων για την Παγκόσμια Χρηματοοικονομική Διακυβέρνηση, που παρουσιάστηκε στους υπουργούς Οικονομικών του G20 στο Μπαλί πέρυσι τον Οκτώβριο, κάνει συγκεκριμένες προτάσεις σε όλα τα θέματα. Εάν το G20 πρόκειται να ευημερήσει την επόμενη δεκαετία, το να ληφθούν σοβαρά οι προτάσεις αυτές θα αποτελούσε μία καλή αρχή.