Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι προοδευτικά εξελισσόμενη πάθηση που οδηγεί σε εξασθένηση του αναπνευστικού συστήματος, με σοβαρές συνέπειες τόσο σε ιατρικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από τη νόσο ενώ τα ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας είναι υψηλά. Η ελλιπής γνώση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τα συμπτώματα που σχετίζονται με την ασθένεια υποδεικνύει ότι η εν λόγω νόσος υποτιμάται και δεν διαγιγνώσκεται επαρκώς.
Όπως αναφέρει ο Alberto Papi, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τομέα Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου της Ferrara και Διευθυντής της Αναπνευστικής Μονάδας ΜΕΘ, η ΧΑΠ είναι πολύπλοκη πάθηση, πρέπει να γίνει πιο κατανοητή μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες υγείας καθώς συχνά δεν μεταφέρουν στους ασθενείς ή σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο βασικές πληροφορίες σχετικά με τη νόσο, τις οποίες φαίνεται ότι μεταδίδουν κυρίως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι η ασθένεια συνοδεύεται από παρανοήσεις και δεν αναγνωρίζεται επαρκώς ως κλινική κατάσταση που πρέπει να προσδιοριστεί, να ταξινομηθεί και να αντιμετωπιστεί σε συνεχή βάση με την κατάλληλη θεραπεία.
Επιπροσθέτως, όπως επεσήμανε ο καθηγητής, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε το γεγονός ότι η συμμόρφωση με τη θεραπεία είναι ιδιαίτερα χαμηλή, εάν δεν επαναλαμβάνονται οι έλεγχοι για την ορθή χρήση των συσκευών εισπνοής σε κάθε επίσκεψη στον ιατρό.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ΧΑΠ προκάλεσε 3 εκατομμύρια θανάτους το 2015. Ενώ, σύμφωνα με την Istat (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ιταλίας), το 5,6% του ενήλικου πληθυσμού στην Ιταλία (περίπου 3,5 εκατομμύρια άτομα) πάσχει από τη νόσο, η οποία ευθύνεται για το 55% των θανάτων λόγω αναπνευστικής πάθησης.
Οι Ευρωπαίοι υποτιμούν τη ΧΑΠ γιατί δεν την γνωρίζουν
Μία νέα έρευνα που έγινε από τον όμιλο Chiesi), αναφορικά με την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και την αντίληψη που έχουν οι Ευρωπαίοι πολίτες για τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας ΧΑΠ, έδειξε ότι, η νόσος δεν διαγιγνώσκεται και ως εκ τούτου οι ασθενείς υποτιμούν τη σοβαρότητά της.
Επιπλέον, η αντίληψη του κοινού για τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη ΧΑΠ παραμένει χαμηλή, παρότι είναι ευρέως γνωστό ότι πρόκειται για σοβαρή ασθένεια και ότι ο υγιεινός τρόπος ζωής και ο τακτικός ιατρικός έλεγχος αποτρέπουν συνήθως την ανάπτυξή της. Κατά μέσο όρο, μόνο το 16% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι διατρέχει κίνδυνο, παρότι γνωρίζει τη σοβαρότητα της νόσου (95%).
Στους κύριους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση, με ποσοστό 80% και 54%, αντίστοιχα.
Τέλος, πέρα από το χαμηλό επίπεδο αντίληψης του κινδύνου και οι γνώσεις των ασθενών σχετικά με τη νόσο είναι περιορισμένες: το 84% των ερωτηθέντων δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που πάσχει από ΧΑΠ. Η Ιταλία βρίσκεται στην τελευταία θέση στο πεδίο αυτό, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 97%.
Από τα ΜΜΕ ενημερώνονται οι περισσότεροι ευρωπαίοι πολίτες για τη νόσο
Κατά μέσο όρο, το 36% των ερωτηθέντων που ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει για τη ΧΑΠ αναφέρει ως κύρια πηγή πληροφόρησης τα μέσα ενημέρωσης (συγκεκριμένα ραδιόφωνο και τηλεόραση). Μάλιστα οι Ισπανοί πολίτες απάντησαν σε ποσοστό 56% ότι ενημερώνονται από τα ΜΜΕ.
Όπως διαπιστώθηκε οι κλινικοί γιατροί διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην παροχή πληροφοριών: το μέσο ποσοστό ασθενών που αναζητά ιατρική συμβουλή ανέρχεται σε 5% περίπου, με το υψηλότερο ποσοστό να σημειώνεται στο Βέλγιο (15%).
Εξετάζοντας πιο αναλυτικά τις ειδικότητες ιατρών που συμβουλεύονται οι ασθενείς, παρατηρούμε ότι: το 60% απευθύνεται στον οικογενειακό ιατρό, ενώ το 39% σε πνευμονολόγο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Μεγάλη Βρετανία, όπου μόνο το 10% των ερωτηθέντων συμβουλεύεται εξειδικευμένο ιατρό.
Σημαντική η επικοινωνία γιατρού – ασθενή
Η επικοινωνία ιατρού-ασθενούς θεωρείται βασική για την πλειονότητα των ερωτηθέντων: κατά μέσο όρο, το 82% των ασθενών δηλώνει ότι πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή ιατρού είναι ο τελευταίος να νοιάζεται πραγματικά και να είναι καλός ακροατής. Οι δεξιότητες και η εξειδίκευση του ιατρού είναι το δεύτερο σημαντικότερο κριτήριο, με ποσοστό 81%.
Κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ ιατρού και ασθενούς, ο ιατρός χρησιμοποιεί την υφιστάμενη ιατρική ορολογία και ο ασθενής κατανοεί ό,τι μπορεί να κατανοήσει, ανάλογα με το πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο που διαθέτει. Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδικοί και οι γενικοί ιατροί έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια ασάφεια.
Οι ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι η ΧΑΠ μπορεί να θεραπευθεί
Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση είναι ότι το 33% πιστεύει ότι η ΧΑΠ μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο με φαρμακευτική αγωγή, αλλά ότι δεν μπορεί να θεραπευτεί και μόνο το 6% πιστεύει ότι η νόσος μπορεί να θεραπευτεί.
Μεταξύ των ασθενών που λαμβάνουν ήδη θεραπεία: κατά μέσο όρο, το 35% λαμβάνει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα (50% των Ιταλών), ενώ το 23% των ερωτηθέντων λαμβάνει 3 ή περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα. Η ανάγκη ταυτόχρονης λήψης άνω του ενός φαρμακευτικών σκευασμάτων επηρεάζει τη συμμόρφωση με τη θεραπεία. Συγκεκριμένα, το 25% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ενίοτε δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν όλα τα φάρμακά τους. Ως εκ τούτου, η πολυπλοκότητα της θεραπείας αποτελεί βασικό παράγοντα μείωσης της συμμόρφωσης με τη θεραπεία.
Ο ρόλος των γιατρών
Εξηγώντας τα ευρήματα αυτά ο καθηγητής Alberto Papi, τόνισε ότι διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να γίνουν οι επιστήμονες υγείας πιο διεισδυτικοί όσον αφορά τη διαγνωστική και θεραπευτική διαδρομή των ασθενών με ΧΑΠ, ούτως ώστε να έχουν τα σημαντικά κλινικά αποτελέσματα που προσφέρουν οι υπάρχουσες θεραπείες καθώς και πιο επικοινωνιακοί με τον ασθενή για να κατανοεί πλήρως το θέμα ΧΑΠ.
Να σημειωθεί ότι η έρευνα έγινε από την Eurisko Gfk με τίτλο «ΧΑΠ: γνώσεις, εμπειρίες και επίδραση στην ποιότητα ζωής» στον γενικό πληθυσμό και σε πάσχοντες από τη νόσο, σε δείγμα 4.250 ατόμων, ηλικίας 18 ετών και άνω, σε 5 ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Βέλγιο).