Η υποστήριξη στα λαϊκιστικά κόμματα - τουλάχιστον - τριπλασιάστηκε τα τελευταία 20 χρόνια στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας αρκετές ψήφους ώστε οι ηγέτες τους να λάβουν κυβερνητικές θέσεις σε 11 χώρες και θέτοντας εν αμφιβόλω την υφιστάμενη πολιτική τάξη σε όλη την ήπειρο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα ευρείας έρευνας την οποία δημοσιεύει σήμερα η «Guardian», και στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση της Ελλάδας, «της μοναδικής χώρα όπου τον κυβερνητικό θώκο ανέλαβαν αριστεροί – και όχι δεξιοί – λαϊκιστές».
Η σταθερή αύξηση της υποστήριξης στα λαϊκίστικά κόμματα, κυρίως της δεξιάς, διαπιστώνεται σε μία πρωτοποριακή ανάλυση της απόδοσής τους σε επίπεδο εθνικών εκλογών - σε 31 ευρωπαϊκές χώρες – τις δύο τελευταίες δεκαετίες, την οποία διενήργησε η «Guardian» σε συνεργασία με περισσότερους από 30 κορυφαίους πολιτικούς αναλυτές.
Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν συγκλίνουν όλα στη διαρκή άνοδο του λαϊκισμού από το 1998 κι έπειτα. Πριν από δύο δεκαετίες, τα λαϊκιστικά κόμματα αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μία οριακή δύναμη, που αντιπροσώπευε μόλις το 7% των ψήφων σε ολόκληρη την ήπειρο. Το σκηνικό έκτοτε έχει αλλάξει άρδην. Στις πιο πρόσφατες εθνικές εκλογές, ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους ψήφισε ένα λαϊκίστικο κόμμα.
«Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός που ο λαϊκισμός ήταν φαινόμενο του πολιτικού περιθωρίου», επισημαίνει ο Ματίς Ρούντουιν, πολιτικός κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και επικεφαλής της έρευνας. «Σήμερα, γίνεται όλο και περισσότερο κυρίαρχο ρεύμα: ορισμένες από τις πιο πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, όπως το δημοψήφισμα για το Brexit και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητές χωρίς να ληφθεί υπόψη η άνοδος του λαϊκισμού», εξηγεί.
Οι λαϊκιστές είθισται να περιγράφουν την πολιτική ως μάχη μεταξύ του ενάρετου, αγνού λαού και της διεφθαρμένης ελίτ και επιμένουν ότι η γενική βούληση πρέπει πάντα να θριαμβεύει, Στη συγκεκριμένη έρευνα, η «Guardian» υιοθετεί τον κλασικό ορισμό του πολιτικού επιστήμονα Κας Μούντε, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο λαϊκισμός συχνά συνδυάζεται με μία «φιλόξενη» ιδεολογία, η οποία τοποθετείται είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Η έρευνα διεξήχθη έξι μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, κατά τις οποίες αναμένεται μεγάλο προβάδισμα της λαϊκιστικής δεξιάς.
Τη μεγαλύτερη επιτυχία τα τελευταία χρόνια σημείωσαν ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, ενώ τα αριστερά λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία αναπτύχθηκαν στη σκιά της οικονομικής κρίσης, απέτυχαν να εξασφαλίσουν μια θέση στην κυβέρνηση οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ελλάδα, συμπεραίνεται από την έρευνα.
Η Ευρώπη δεν είναι η μοναδική ήπειρος στην οποία καταγράφεται το φαινόμενο αυτό. Λαϊκιστές έχουν λάβει κυβερνητικές θέσεις σε πέντε από τις επτά μεγαλύτερες δημοκρατίες: τις ΗΠΑ, την Ινδία, τη Βραζιλία, το Μεξικό και τις Φιλιππίνες.
Τα λαϊκιστικά κόμματα άρχισαν να σημειώνουν επιτυχία στη Νορβηγία, την Ελβετία και την Ιταλία τη δεκαετία του ’90. Με την αλλαγή του αιώνα ωστόσο, οι λαϊκίστικες ιδέες άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, από την Ολλανδία στη Γαλλία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Έκτοτε το φαινόμενο πήρε μορφή χιονοστιβάδας, κυρίως μετά την οικονομική κρίση του 2008 και τη μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη, το 2015.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη ρητορική κατά της λιτότητας ανέβασε το ποσοστό του από το 27% στο 36% σε διαδοχικές εκλογές, στη Βρετανία το Ukip προκάλεσε το Brexit και στη Γαλλία η Μαρίν Λε Πεν έγινε το δεύτερο μέλος της οικογένειάς της που έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών συγκεντρώνοντας ποσοστό 33%.
Σύμφωνα με τον Μούντε, υπάρχουν τρεις λόγοι για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Η μεγάλη ύφεση που δημιούργησε αρκετά ισχυρά αριστερά λαϊκίστικα κόμματα στον Νότο, η λεγόμενη προσφυγική κρίση, που αποτέλεσε καταλύτη για τους δεξιούς λαϊκιστές, και η μεταμόρφωση των μη λαϊκίστικων κομμάτων σε λαϊκίστικα.
naftemporiki.gr