Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Ένας από τους πιο διαδεδομένους κοινούς τόπους του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο οποίος προέρχεται από τη λεγόμενη «νεοκλασική» οικονομική θεωρία, είναι πως η αγορά βρίσκει πάντα ένα σημείο βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης όταν αυτή αφήνεται να αυτορρυθμιστεί, χωρίς τις στρεβλώσεις που φέρνει η παρέμβαση του κράτους και ειδικότερα η δεσμευτική έναντι όλων νομοθεσία. Σύμφωνα με αυτήν την εν πολλοίς ιδεολογική οπτική, μια αγορά εν τη γενέσει για έναν νέο τύπο προϊόντος, μαζί με τις συνοδευτικές αυτού υπηρεσίες, είναι πάντα καλύτερο να αφήνεται στην ελεύθερη δράση των οικονομικών παικτών (παραγωγών, προμηθευτών, επενδυτών, καταναλωτών) απ’ το να ρυθμίζεται με το «βαρύ χέρι του κράτους», καθώς έτσι θα αναπτυχθούν ταχύτερα οι παραγωγικοί συντελεστές και θα βελτιστοποιηθεί η απόδοση (output). Ωστόσο, η οικονομική πραγματικότητα που δημιουργούν νέες εφοδιαστικές αλυσίδες διαψεύδει συχνά αυτήν την προκατανόηση.
Αυτή είναι, εκτιμώ, και η περίπτωση της υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκής αγοράς ανάκτησης, ανακύκλωσης και επανάχρησης πλαστικών προϊόντων. Όσο η πολύ μεγάλη αγορά της Κίνας ήταν ανοιχτή για τα πλαστικά απόβλητα της Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι επαναπαύονταν και παρήγαγαν αλόγιστες ποσότητες πλαστικών, με αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη μόλυνση των ωκεανών και του εδάφους. Όμως όταν η κινεζική κυβέρνηση αποφάσισε πέρυσι να πάψει να αγοράζει χρησιμοποιημένα πλαστικά από άλλες χώρες, η γηραιά ήπειρος έμεινε με χιλιάδες τόνους αποβλήτων που δεν μπορούσαν να ταφούν χωρίς να παραβιαστεί η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία και να πληγεί η δημόσια υγεία. Μία μονομερής διοικητική ρύθμιση ενός τρίτου παίκτη (της Κίνας) δημιούργησε εν μια νυκτί ζήτηση για νέες αλυσίδες προσφοράς στην ευρωπαϊκή οικονομία, τη συνεπακόλουθη επινόηση νέων στρατηγικών διαχείρισης και την ίδρυση νέων εταιρειών στον κύκλο ζωής των πλαστικών προϊόντων.
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε, σε πρώτο χρόνο, η εκπόνηση μιας Στρατηγικής για Πλαστικά από τους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Ιανουάριο. Η στρατηγική αυτή, υπακούοντας λίγο-πολύ στο δόγμα περί αυτορρύθμισης των νέων αγορών, βασίστηκε κυρίως σε εθελοντικές δράσεις αυτοδέσμευσης των Ευρωπαίων παραγωγών πλαστικών ουσιών και σε συμμαχίες με την κοινωνία πολιτών με σκοπό τη μείωση του όγκου και τη συνεχή ανάκτηση και ανακύκλωση πλαστικών. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ευθύς εξαρχής ήταν ότι οι υποδομές για την ξεχωριστή συλλογή και διαλογή αποβλήτων καθώς και η ικανότητα ανακύκλωσης σε επίπεδο Ε.Ε. απαιτούν μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες υπολογίζονται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους φορείς της αγοράς σε 10 δισ. ευρώ. Όμως τέτοιου μεγέθους επενδύσεις είναι αδύνατο να γίνουν σε καθαρά εθελοντική βάση, ελλείψει ενός δεσμευτικού νομοθετικού πλαισίου που να διασφαλίζει στη βιομηχανία πλαστικών ένα σημαντικό ποσοστό ανάκτησης ανακυκλώσιμων πλαστικών ουσιών.
Έτσι, μια ευρεία ευρωπαϊκή συμμαχία 34 ενώσεων, περιβαλλοντικών ΜΚΟ, τοπικών αυτοδιοικήσεων και ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ανακύκλωση άρχισε να ωθεί τις αρχές της Ε.Ε. να υιοθετήσουν ρυθμίσεις που να επιβάλουν την ενσωμάτωση ενός ελάχιστου υποχρεωτικού ποσοστού ανακυκλωμένων υλικών σε νέα προϊόντα. Οι ίδιοι οι διακυβευματούχοι (stakeholders) σ’ αυτήν την αγορά θεωρούν πως η Ε.Ε. οφείλει να υπερβεί τα εθελοντικής φύσεως μέτρα (soft law) και να περάσει σε «σκληρό δίκαιο» (hard law), με το οποίο να επιβάλλεται η χρήση ανακυκλωμένων πλαστικών υλών σε όλα τα νέα προϊόντα σε συγκεκριμένο ελάχιστο ποσοστό, ειδάλλως δεν θα δημιουργηθεί ποτέ μια πραγματικά κυκλική οικονομία που να συνεισφέρει στη σταδιακή απεξάρτηση από τα πλαστικά και στη μείωση των στερεών αποβλήτων. Με άλλα λόγια, ενάντια στη λογική του οικονομικού υπερφιλελευθερισμού, οι ίδιοι οι παίκτες της αγοράς συνασπίζονται για να ζητήσουν από υπερεθνικές δημόσιες αρχές ασφάλεια δικαίου αναφορικά με το περιεχόμενο των πλαστικών συσκευασιών και προϊόντων, ως ένα άμεσο κίνητρο για τη συσσώρευση κεφαλαίου για επενδύσεις στις απαιτούμενες νέες υποδομές.
Η ψυχρά οικονομική λογική συνηγορεί υπέρ μιας δεσμευτικής ρύθμισης της αγοράς. Πράγματι, σήμερα που η τιμή του πετρελαίου είναι χαμηλή, η απόκτηση παρθένου πλαστικού έρχεται φθηνότερα στις επιχειρήσεις από την απόκτηση ανακυκλωμένων υλικών, καθώς τα τελευταία απαιτούν χρόνο, προσπάθεια και επιπλέον κόστος για τη συλλογή, διαλογή και μεταποίησή τους. Σε ένα καθαρά αυτορρυθμισμένο περιβάλλον, όσες εταιρείες επιδιώξουν να αυτοδεσμευτούν σε πρακτικές ανακύκλωσης πλαστικών ουσιών θα ανακαλύψουν σύντομα ότι χάνουν ανταγωνιστικότητα απέναντι στις υπόλοιπες. Εξ αυτού του λόγου, η Συμμαχία των 34 απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αφήσει γρήγορα πίσω της την αυταπάτη του «ήπιου δικαίου» και να προτείνει τη νομοθέτηση ενός υποχρεωτικού ελάχιστου ποσοστού 30% ανακυκλωμένης ύλης στα νέα προϊόντα πλαστικών έως το 2025, προκειμένου να προωθηθεί πραγματικά ο κύκλος πλαστικών προϊόντων και υπηρεσιών στην ευρωπαϊκή οικονομία και να τονωθεί η τοπική αγορά. Μπορεί οι παίκτες της αγοράς πλαστικών να μην έχουν διαβάσει καλά τον Ludwig von Mises ή τον Murray Rothbard τους, αλλά σίγουρα κατέχουν καλύτερα απ’ τους ιδεολόγους οικονομολόγους γραφείου την πραγματικότητα της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται.
* Ο κ. Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.