Από την έντυπη έκδοση
της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τρεις παράγοντες στιγμάτισαν τις τελευταίες ημέρες: οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων που εκτινάχθηκαν στα ύψη, οι τιμές πετρελαίου που ακολουθούν την ανιούσα και το κινεζικό νόμισμα, που έχει εξασθενήσει έναντι του δολαρίου. Και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους είναι η πολιτική που ακολουθεί η αμερικανική κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στην οικονομία (με τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης), στο Ιράν (με τις κυρώσεις) και στην Κίνα (με τον εμπορικό πόλεμο).
Τα γεγονότα που συνέβησαν μέχρι τώρα τον Οκτώβριο αμφισβητούν εδραιωμένες αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι οι υψηλότερες ομολογιακές αποδόσεις αντανακλούν μια ισχυρότερη οικονομία παρά κλιμάκωση του πληθωρισμού. Αυτό, παρότι αποτελεί θετική είδηση για τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, υποδηλώνει ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα, υψηλότερης κλίμακας, φάση για τις μακροπρόθεσμες ομολογιακές αποδόσεις. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ο ασυνήθιστος συσχετισμός που υπήρχε ανάμεσα στην αγορά ομολόγων και στις μετοχές αρχίζει να αλλάζει. Η πτώση των μετοχών συνήθως ωθεί σε ράλι τις τιμές ομολόγων και αυτό βοηθά τους επενδυτές να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε ένα χαρτοφυλάκιο που μοιράζεται ανάμεσα σε μετοχές και ομόλογα. Η απότομη πτώση των μετοχών ίσως να είναι κάτι που δεν θα τελειώσει πολύ γρήγορα, όπως προειδοποιούν αναλυτές, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πτώση 10% του Φεβρουαρίου, με τον δείκτη S&P 500 να ξαναβρίσκει την ανοδική τροχιά του στις αρχές Απριλίου.
Αν υπολογίσουμε, δε, την προοπτική περαιτέρω ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων και του πετρελαίου, η εξέλιξη αυτή θα βαρύνει την αμερικανική οικονομία, ασκώντας πιέσεις στις επιχειρήσεις. Και η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων εκτός των ΗΠΑ δεν βοηθά, γιατί σοβαρή διόρθωση υπέστησαν και οι υπόλοιπες διεθνείς αγορές. Αναλυτές προειδοποιούν ότι μπαίνουμε σε επικίνδυνα ύδατα, την ώρα που ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου αρχίζει να μετατρέπεται σε νομισματικός, δεδομένου ότι η Κίνα κρατά το νόμισμά της υποτιμημένο για να διασφαλίζει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Άρα, μαζί με τη νέα τάξη πραγμάτων, θα δημιουργηθούν και νέες ισορροπίες στις αγορές. Μόνο που για να διαφανούν θα χρειαστεί να μεσολαβήσει μια περίοδος αναστάτωσης και έντονων αναταράξεων.
Οι τρεις παραπάνω παράγοντες θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και κατά συνέπεια θα καθορίσουν και τις επενδυτικές επιλογές. Απλώς, όπως έχουμε βιώσει και σε άλλες αντίστοιχες συγκυρίες στο παρελθόν, καμία αλλαγή δεν μπορεί να γίνει αναίμακτα, με τους απλούς καταναλωτές και μικροεπενδυτές να είναι αυτοί που πληρώνουν πάντα το τίμημα.