Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η τελευταία στροφή των πραγμάτων, σε ό,τι αφορά την πορεία της Ελλάδας -προσοχή: της Ελληνικής Δημοκρατίας, όχι της σημερινής ή της αυριανής ή της μεθαυριανής κυβέρνησης της χώρας- σε εκείνο που ελπίζεται ότι θα είναι «αύριο», ζυγιάζεται ανάμεσα στη διαχείριση των αγορών (που τις ανακαλύψαμε σχετικά πρόσφατα, στη δημόσια συζήτηση: όταν το 2010 η χώρα βρέθηκε «εκτός αγορών» και ως εκ τούτου αναγκάστηκε να καταφύγει σε «διάσωση των Ευρωπαίων εταίρων της», στην οποία προσετέθη ως άτεχνος εμπειρογνώμων το ΔΝΤ, στη δημόσια συζήτηση οι ως άνω αγορές αποτελούσαν θέμα για λίγους...) και στη συζήτηση στα πλαίσια της μεταμνημονιακής εποπτείας, με την «Ευρώπη» (πάλι εδώ μας έχει περισσέψει λίγο ΔΝΤ, που με κάθε τρόπο πασχίζουμε να το βγάλουμε από την εξίσωση).
Με τις αγορές, όπως φάνηκε με την προ εβδομάδων περιπέτεια με την άβολη άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων κι ακόμη περισσότερο τώρα με την καταβαράθρωση των τραπεζικών μετοχών, η σχέση της Ελλάδας του 2018 είναι (ακόμη) σε προνεωτερικό επίπεδο. Η κυβέρνηση έκρινε ότι η αναφορά σε «δραστηριότητα κερδοσκόπων» αρκούσε προκειμένου να βγει το θέμα από το τραπέζι - πολιτικά. Αυτό, συν το άνοιγμα ενός καινούργιου μετώπου με τον κεντρικό τραπεζίτη παραμέρισε το ουσιαστικό ζήτημα - το οποίο ήταν και παραμένει ότι οι μετοχές των συστημικών τραπεζών βρέθηκαν σε περιδίνηση τη στιγμή, μα τη στιγμή ακριβώς!, που πρώτη η Moody’s, εν συνεχεία η Fitch αναβάθμισαν τις τράπεζες (και ήδη κάποια τραπεζικά ομόλογα είχαν πετύχει investment grade: της Πειραιώς και της Εθνικής). Ενώ και το ίδιο το ΔΝΤ αναβάθμιζε τις προοπτικές ανάπτυξης για τη «φέρουσα οικονομία» των ελληνικών τραπεζών. Πράγμα που, με κάθε λογική, βελτιώνει τις προοπτικές τους.
Όμως και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κανονικά θα ‘πρεπε να αισθάνεται πλησιέστερα στων αγορών τη γλώσσα και τα αντανακλαστικά, η βασική ανάλυση υπήρξε ότι η βύθιση του ΧΑΑ και η ταλαιπωρία των ελληνικών ομολόγων ανάγεται... σε «country risk Τσίπρα-Καμμένου».
Η πολιτική ατάκα είναι ευρηματική, καθώς ακριβώς ο «κίνδυνος χώρας» πηγάζει για τις μη-σταθεροποιημένες οικονομίες από το πολιτικό τους περιβάλλον: όμως η αξιωματική αντιπολίτευση -και η ελάσσων αντιπολίτευση, όμως αυτή μπαίνει ούτως ή άλλως σε φάση προϊούσας εσωστρέφειας- δείχνει να πιστεύει ότι η όσο πιο έντονη αμφισβήτηση της τωρινής κυβέρνησης και των συμφωνιών της με τους Ευρωπαίους εταίρους θα δημιουργούσε αύριο κλίμα... πειστικής σταθερότητας για τις ως άνω αγορές.
Ειλικρινά, θαρρούμε ότι οι «αγορές» ως λειτουργική πολιτική έννοια χρειάζονται αναζήτηση οδηγιών χρήσεως! Μήπως όμως το ίδιο δεν ισχύει και για την «Ευρώπη»;
Τις τελευταίες ημέρες, με όσα διαδραματίζονται στην Ιταλία, τόσο στην κυβέρνηση τη δικιά μας (που δείχνει να την έχει μάθει τη γλώσσα της Ευρώπης) όσο και στην αντιπολίτευση, σαν να γεννιούνται αντανακλαστικά Ευρωαμφισβήτησης.
Η εύκολη αναφορά στα κυβερνητικά έδρανα στην ανατροπή των συμφωνημένων για τις συντάξεις, αλλά και το απλοϊκό φλερτ με bad bank για αντιμετώπιση του αδιεξόδου που χτίζεται στις τράπεζες, θα ‘πρεπε να προβληματίζουν. Ενώ στην αξιωματική αντιπολίτευση δείχνουν να θεωρούν περίπου περίπατο στο πάρκο την επαναδιαπραγμάτευση των (παρανοϊκών, συμφωνούμε, πλην... συμφωνημένων) πρωτογενών πλεονασμάτων.
Και η μεν κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τα δημοσιονομικά, έχει μάθει να προσέχει. Θυμίζουμε τα λογάκια στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2018: «Η ακριβής ποσοτικοποίηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που προτίθεται να υλοποιήσει η Κυβέρνηση θα οριστικοποιηθεί στο πλαίσιο της επεξεργασίας των προϋπολογισμών των κρατών μελών της ΕΕ κατά την διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου». Όμως η αντιπολίτευση δείχνει να ποντάρει στο ότι η «Ευρώπη», έχοντας μπροστά της την ιταλική κρίση, θα φανεί πιο διαλλακτική με την αυριανή Ελλάδα. Αυτό, κάνει και στα κυβερνητικά έδρανα να ξυπνούν μνήμες 2015.
Θα παρακαλούσαμε όλους να ξαναδούν τις οδηγίες χρήσης της «Ευρώπης». Εδώ η Μεγ. Βρετανία και αισθάνεται στη γωνία με το Brexit που έχει ψηφίσει. Ενώ και οι ριζοσπαστικά Ευρωσκεπτικιστές Σαλβίνι και Λεπέν έσπευσαν να ορκισθούν νομιμοφροσύνη στην Ευρώπη, όμως... μια δική τους «Ευρώπη»: «μια εναλλακτική Ευρώπη».
«Το ραντεβού του Μαΐου [Ευρωεκλογές] θα είναι το τέλος μιας διαδρομής, μια επανάσταση της κοινής λογικής» κατά Σαλβίνι, με αναφορές σε μάχη κατά της επισφαλούς εργασίας και της ανεργίας ώστε να προσγειωθεί η συζήτηση σε κάτι που να μιλάει στους ανθρώπους/αυριανούς ψηφοφόρους. Ενώ η Λεπέν πήγε πίσω σε μνήμες στρατηγού Ντε Γκολ με το: «Τον Μάιο θα γραφτεί ιστορία, η ανάδυση μιας Ευρώπης των Εθνών».