Από την έντυπη έκδοση
Tου Χρήστου Α. Ιωάννου *
* Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.
Το τι μισθούς μπορεί και πρέπει να πληρώνει μια οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες, τις προθέσεις ή τις προεκλογικές υποσχέσεις ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης. Αυτό ισχύει και για τον κατώτατο μισθό.
Το ύψος των μισθών που μπορεί να έχει γενικά μια οικονομία, αλλά και το ύψος των κατώτατων μισθών συνδέονται με την παραγωγή, την παραγωγικότητά της, την ανταγωνιστικότητά της και, κυρίως, με τον τομέα της οικονομίας της των «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών.
Γι' αυτό, π.χ., η Ιρλανδία, που επίσης πέρασε από μνημόνιο, αλλά παράγει κατά κεφαλήν εισόδημα τριπλάσιο της Ελλάδας (στο 184% του μέσου όρου Ε.Ε.-28 έναντι 67% της Ελλάδας το 2017), μπορεί να έχει κατώτατο μισθό 1.613,95 ευρώ, δυόμισι φορές αυτόν της Ελλάδας.
Αυτό απουσιάζει παντελώς από το απλοϊκό αφήγημα όσων υπόσχονται την αύξηση του κατώτατου μισθού και όσων υποστηρίζουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία για «να πέσει χρήμα στην αγορά» και «να ενισχυθεί η ζήτηση».
Κατ' αρχάς, η εξαγγελία πρόθεσης αύξησης του κατώτατου μισθού δεν συμβιβάζεται εύκολα με την ήδη νομοθετημένη αύξηση της φορολόγησης των μισθών, και των κατώτατων μισθών, και τη μεγάλη μείωση του διαθέσιμου κατώτατου μισθού.
Διότι αν και η κυβερνητική πολιτική μόνο εμμέσως επηρεάζει τη μισθολογική δυνατότητα της οικονομίας (συμβάλλοντας στην παραγωγική καθήλωση, αντί στην παραγωγική μεγέθυνση), ωστόσο επηρεάζει ευθέως, με τη φορολογική και ασφαλιστική πολιτική της, το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, αυτό που μένει έπειτα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Ο διαθέσιμος κατώτατος έχει ήδη μειωθεί κατά 0,5% λόγω αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών από το 2016 (βλ. άρθρ. 97 Ν. 4387/2016, με αύξηση και εργοδοτικών εισφορών 0,5%). Θα μειωθεί ραγδαία υπαγόμενος από 1.1.2020 σε μειούμενη έκπτωση φόρου (βλ. άρθρ. 12 Ν. 4472/2017) και φορολογία 20%, ενώ υπάγεται ήδη σε 16% ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου.
Η ήδη νομοθετημένη αύξηση της φορολογίας των μισθών κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως για το 2020-2022 και η, στα πλαίσια αυτής, μείωση του διαθέσιμου κατώτατου μισθού σημαίνουν ήδη νομοθετημένη μείωση της «ζήτησης» εγχώριας μισθολογικής προέλευσης, στον βαθμό που -και εάν- η «ζήτηση» εξαρτάται και από τον κατώτατο.
Όμως η «ζήτηση» που μπορεί να προέρχεται από τον κατώτατο μισθό προκύπτει ως το γινόμενο των απασχολούμενων στον κατώτατο μισθό επί τον διαθέσιμο μισθό τους. Αν η απασχόλησή τους μειώνεται -γιατί είναι πιθανότατο να μειωθεί λόγω μιας ανορθολογικής ονομαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού-, τότε η «ζήτηση» η προερχόμενη από τον κατώτατο μισθό δεν θα αυξηθεί, αλλά αντιθέτως μπορεί να μειωθεί.
Αυτό δεν είναι (μόνον) θεωρία. Είναι και πρόσφατη ελληνική εμπειρία. Καίτοι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξανόταν συνεχώς και σε υψηλά ποσοστά από το 2008 έως και το 2011, για «να αυξηθεί η ζήτηση», την ίδια περίοδο και το ΑΕΠ και το εισόδημα μειώνονταν, η ανεργία απογειωνόταν, μαζί και η αδήλωτη εργασία.
Διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία δείχνουν ότι συχνά υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ αυξήσεων κατώτατου μισθού και απασχόλησης χαμηλόμισθων και ευάλωτων. Η οικονομετρική εξέταση το επιβεβαιώνει και για την Ελλάδα. Άρα χρειάζεται ο κατώτατος μισθός να μην υπερβαίνει το σημείο ισορροπίας, ειδάλλως θα (ξανα)αυξηθούν η ανεργία, η μακροχρόνια ανεργία και η αδήλωτη εργασία, οι οποίες παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές στην Ελλάδα.
Πού απασχολούνται στην Ελλάδα οι χαμηλόμισθοι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό; Κυρίως στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, του επισιτισμού, των λοιπών υπηρεσιών (της ευρείας ομάδας των «διεθνώς μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών»). Γιατί οι χαμηλόμισθοι συγκεντρώνονται κυρίως σε αυτούς τους κλάδους; Σε αυτούς τους κλάδους, που είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, είναι ανάλογες και οι αμοιβές. Επιπλέον, σε αυτούς τους κλάδους οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές τροφοδοτούν την υποδηλωμένη εργασία ως μερική.
Μία ανορθολογική μεταβολή του κατώτατου μισθού, και η αύξηση της διαφοράς ανάμεσα σε ονομαστικό και καθαρό - καταβαλλόμενο - διαθέσιμο μισθό δεν θα αυξήσει την απασχόληση σε αυτούς τους κλάδους (ούτε και σε κανέναν άλλον). Μάλλον θα ενισχύσει κι άλλο την αδήλωτη εργασία συνολικά -ή την εμφανιζόμενη ως μερική απασχόληση- και την ανεργία.
Τα παθήματα-μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντος (2000-2012) δείχνουν ότι, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία για τους κατώτατους μισθούς στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., η Ελλάδα είχε φτάσει να έχει το 2008 κατώτατο μισθό υψηλότερο κατά 13,4% της Ισπανίας και, εν μέσω της χρεοκοπίας της, έως το 2012 είχε αυξήσει τη διαφορά σε 17,1%!
Σημειωτέον ότι η Πορτογαλία, που επίσης πέρασε από μνημόνιο και θεωρείται «παράδειγμα» για την κυβέρνηση, έχει πλέον υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας (στο 77% του μέσου όρου Ε.Ε.-28, έναντι 67% της Ελλάδας το 2017). Έχει δε η Πορτογαλία, ακόμη, ονομαστικό κατώτατο μισθό υπολειπόμενο της Ελλάδας. Αλλά όσον αφορά τον καθαρό διαθέσιμο κατώτατο μισθό είναι υψηλότερο απ' ό,τι της Ελλάδας. Διότι έχει χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές για τον εργαζόμενο (11% έναντι 16% στην Ελλάδα) και για τον εργοδότη.
Η πολιτική για τους μισθούς (όπως και η πολιτική για τον κατώτατο μισθό) πρέπει να διευκολύνει την εγχώρια παραγωγή και την εγχώρια παραγωγική εργασία. Όχι να την καταβαραθρώνει, αυξάνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνσή της, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Μέσω αυτής να στηρίζει τη βελτίωση των μισθών.
Στην Ελλάδα, αυξάνοντας περαιτέρω τη φορολογία και στον κατώτατο μισθό από το 2020 (αντί του περιορισμού αναποτελεσματικών δημοσίων δαπανών), στην πραγματικότητα έχει προνομοθετηθεί η μείωση και του διαθέσιμου κατώτατου μισθού.
Συνεπώς στη συζήτηση/διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, με δεδομένη τη σημερινή εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας, είναι κρίσιμη προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, εν προκειμένω των χαμηλόμισθων. Με μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρων. Και αυτό με τρόπο ουδέτερο για τις επιχειρήσεις. Άρα επιβοηθητικά για την απασχόληση και τη μεγέθυνση. Χωρίς να προκαταλαμβάνει αυτομάτως μεταβολές ονομαστικών μισθών κλάδων και επιχειρήσεων (που είναι δική τους υπόθεση) ώστε να μη θιγεί η διεθνής τους ανταγωνιστικότητα και οι εξαγωγές.
Τέλος, για τη φιλολογία περί «ζήτησης» κρίσιμο είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν πάσχει από «έλλειψη ζήτησης», αλλά από «έλλειψη προσφοράς». Υπάρχει ακάλυπτη εγχώρια «ζήτηση», ύψους 21,5 δισ. ευρώ, που αποτυπώνεται στο εμπορικό έλλειμμα του 2017. Και υπάρχει υπερπολλαπλάσια «ζήτηση» διεθνώς. Στην οποία, παρά τη σχετική βελτίωση των εξαγωγικών μας επιδόσεων τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο το 2017 επανήλθε σε 0,18%, όσο ήταν το 2010-2011 (ανήλθε στο 0,19% το 2012-2014, μειώθηκε σε 0,17% το 2015-2016), καθώς άλλες παραγωγικότερες κοινωνίες και οικονομίες βελτιώνουν τα μερίδιά τους περισσότερο.