Από την έντυπη έκδοση
Tης Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Όταν δεν έχεις να πεις πολλά επί της ουσίας, όταν σου τελειώνουν οι ήρωες και στερεύει η βρύση των επιχειρημάτων, ανοίγει η κάνουλα των χαρακτηρισμών, ώστε να απονομιμοποιηθεί ο αντίπαλος. Παίδες, ύφαλος. Κανονικοποιείτε αυτό που αποδίδετε στον άλλο.
Αυτό το ξεχείλωμα και ο μύλος με τις νέες νοηματικές ισοδυναμίες είναι ο καλύτερος δρόμος για να ξεχαστεί ο πραγματικός κίνδυνος.
Ήταν, θυμάμαι, χειμώνας του 2014 και σε τηλεοπτική συζήτηση για τα μνημόνια και τον ρόλο της Γερμανίας, ένας από τους συμμετέχοντες αμφισβητεί τη δημοκρατική επάρκεια του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. Μάλιστα, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ότι οι φασίστες έχουν πάρει διαζύγιο με το χαμόγελο, ο κ. Σόιμπλε φορά μάσκα χαμόγελου, άρα είναι φασίστας.
Η άποψη αυτή είναι ανυπόστατη και ακραία, σίγουρα δεν διεκδικεί δάφνες επιστημοσύνης, όμως είναι άποψη. Πού είναι το πρόβλημα στη χρήση ενός επιθέτου µε τόσο φαιά απόχρωση, όπως το «φασίστας», για πολιτικούς που υιοθετούν αµφιλεγόμενα και οµολογουμένως σκληρά μέτρα; Στη σχετικοποίηση.
Δεν είναι καινούργιο φρούτο, μα φούντωσε στα χρόνια της πολλαπλής κρίσης. Σύννεφο οι συσχετισμοί, που δεν κάνουν στην τελική τίποτα άλλο από το να εξωραΐζουν τον φασισμό, όπως και οι συσχετισμοί με τη χούντα φτιασιδώνουν τη χούντα.
Η «επιχείρηση φόβος» μπορεί να πετύχει μία φορά, δύο φορές, τρεις φορές τον στόχο της, αλλά όταν το έργο του «εκφοβισμού» ανεβαίνει με ευκολία και επιπολαιότητα, για να πλήξει του άλλου την ταυτότητα, το κοινό συνηθίζει. Δεν το ξενίζει όταν έρθει αντιμέτωπο με το «φίδι».
Πες για το τάδε ή το δείνα κόμμα, πες για τον άλφα ή τον βήτα ηγέτη, πες, πες, είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να μην κατανοούμε τις νέες ακροδεξιές. Αφήστε, λοιπόν, τους θεωρητικούς και ξαναπιάστε τους ιστορικούς-ανατόμους του φασισμού.
«Ο φασισμός μπορεί να οριστεί ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και στον εξαγνισμό.
Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της στάσης, ένα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά». (Ρόμπερτ Ο. Πάξτον, Αμερικανός ιστορικός και καθηγητής, «Η ανατομία του φασισμού», Εκδ. Κέδρος.)