Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Τρία χρόνια μετά την ερμηνεία του στον «Προμηθέα Δεσμώτη»» που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς για την ακρίβεια και την υποβλητικότητά της, ο Τάσος Νούσιας, ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της γενιάς του, αναμετράται μ’ έναν ακόμη εμβληματικό χαρακτήρα της παγκόσμιας δραματουργίας, τον Ριχάρδο Β΄.
Ο αινιγματικός Άγγλος βασιλιάς μετατράπηκε από τον Σαίξπηρ σε μια συναρπαστική, συγκινητική, μελέτη ενός τραγικού ήρωα. Από τις 29 Σεπτεμβρίου, η παράσταση «Ριχάρδος Β΄- Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά» θα ανέβει 20 μόνο φορές στο θέατρο «Άλφα.Ιδέα» (28ης Οκτωβρίου 37, Αθήνα).
Λίγο πριν φορέσει το κοστούμι του αλαζόνα άρχοντα, βουτώντας στα άδυτα της ψυχοσύνθεσης του -και ενσαρκώνοντας παράλληλα και τους κύριους αντιπάλους του, ο Τάσος Νούσιας μίλησε μαζί μας.
Γιατί επιλέξατε να ενσαρκώσετε τον Ριχάρδο Β΄; Τι ήταν αυτό που σας προσέλκυσε;
«Η σχέση μου με το συγκεκριμένο έργο ξεκινάει από πολύ νωρίς. Πάνω σ’ έναν από τους μονολόγους του Ριχάρδου Β΄ προετοιμάστηκα για να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή του Κ.Θ.Β.Ε., στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν, συνεπώς, αναπόφευκτη η “πορεία σύγκρουσης” μαζί του. Ο Ριχάρδος Β΄, σε αντίθεση με τον Γ΄ -όπου ξέρει πολύ καλά το παιχνίδι της εξουσίας, βρίσκεται να συντρίβεται κάτω από το βάρος των αποφάσεών του, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί τις συγκρούσεις που προκύπτουν απ’ αυτές με το σκιώδες κομμάτι της εξουσίας που βρίσκεται στον άμεσο περίγυρό του -τον θείο του Γκαντ και τον σφετεριστή της βασιλείας του και ξάδελφό του Μπόλιμπροκ.
Έτσι, απογυμνωμένο κι αποδυναμωμένο από αξιώματα τον συναντάμε κι εμείς, ξεκινώντας το αφήγημα της ζωής του από το τέλος, από την φυλακή.
Η συνειδητότητα κι η αυτογνωσία που αποκτά ο ήρωας λίγο πριν τον θάνατο, η ενσυναίσθηση της ματαιότητας και της αλαζονείας, της ανορθόδοξης, πολλές φορές, διαχείρισης που κάνει εν ζωή, η ευθεία αντιπαράθεση και ρήξη με τους άρχοντες της εποχής, αλλά και με τον ίδιο του τον λαό, τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη φυλακή, την ολοκληρωτική εγκατάλειψη και συνεπώς με το θεμελιώδες ερώτημα του θανάτου:
“Και τώρα που τα έχασα όλα ποιος είμαι;” Για να αναλογιστεί τελικά: “ό,τι κι αν είμαι, μήτε εγώ, μήτε κανένας άνθρωπος ποτέ, θα ’ναι ευχαριστημένος από τίποτε. Ώσπου να πεθάνει και να δει: πως τίποτα δεν είναι”. Αυτό το μεγάλο κομμάτι της ζωής μας που το αναλώνουμε περιφέροντας εαυτούς ως σπουδαίους, έρχεται η ώρα που το βρίσκουμε μπροστά μας άδειοι και κενοί, πληρώνοντάς το στο ακέραιο.
“Αφήνοντας τούτον τον κόσμο ταραγμένοι καθώς του κόσμου οι άνθρωποι”.
Ο Ριχάρδος Β΄, συνεπώς, βρίσκεται εδώ για να μας διδάξει μέσα από τον δικό του βηματισμό, τον δικό μας».
Με ποιο από τα χαρακτηριστικά του μπορείτε να ταυτιστείτε περισσότερο ως προσωπικότητα;
«Επειδή ο Ριχαρδος Β΄ αναλαμβάνει νέος την εξουσία και αναγκάζεται να ωριμάσει μαζί της, και μάλιστα πολύ γρήγορα, η ταύτισή μου μαζί του είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Η αλαζονεία, η έπαρση καθώς κι η αίσθηση της αθανασίας που προσδίδει η νιότη στον άνθρωπο, ο εγωκεντρισμός που αποκτάς από θέσεις επιβολής και εξουσίας, οι προδοσίες που βιώνεις σ’ όλα τα επίπεδα, η αγωνία της διαφύλαξης των κεκτημένων αδικώντας και αδιαφορώντας για οποιονδήποτε άλλον πέραν της δικής σου επιβίωσης, με κάνει να βρίσκω, όπως και τον καθένα μας, λίγο ως πολύ εξαιρετικά σημεία ταύτισης.
Κι αυτό γιατί ο Σαίξπηρ, μέσα από τον Ριχάρδο Β΄, βρίσκει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλη την ανθρωπογεωγραφία, υλική και πνευματική».
Υπάρχει κάποιο σημείο του έργου που σας συγκινεί ιδιαίτερα; Και γιατί;
«Η συγκίνηση διαπνέει όλο το έργο. Όταν μιλάμε για ένα έργο του Σαίξπηρ, και ειδικά τον Ριχάρδο Β΄, η συγκίνηση μπορεί να ξεκινάει από την ποίηση και τον τρόπο που είναι εργαλειακά δομημένο το κείμενο μέχρι και τον βαθύτερο λόγο που γράφτηκε».
Αν συγκρίνατε την πορεία του βασιλιά, θα βρίσκατε αντιστοιχία με πολιτικούς τού σήμερα;
«Η πορεία κάθε εξουσιαστή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, συναντιέται κι απαντάται σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία με τα ίδια χαρακτηριστικά. Διαπνέεται από αμετροέπεια, αλαζονεία και εξουσιομανία. Στερείται φωτισμένων ανθρώπων και οράματος. Αντί οι κοινωνίες να εξελιχθούν αξιακά και να αναδείξουν ό,τι καλύτερο σε επίπεδο μονάδων και αρετής, έχει επικρατήσει ο καιροσκοπισμός, τα κομματικά μαγαζιά, οι ιδεολογίες που παίρνουν οπαδικά χαρακτηρίστηκα καθώς και η φαυλότητα των διοικούντων που δημιουργούν συνεχώς αδιέξοδα.
“Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες”. Δυστυχώς».
Το έργο σκηνοθετεί η σύζυγός σας, Μαρλέν Καμίνσκι. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αφεθείτε στα χέρια ενός ανθρώπου, με τον οποίο έχετε τόσο προσωπική σχέση;
«Με την Μαρλέν γνωριστήκαμε δουλεύοντας, συνεπώς με γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, υποκριτικά αλλά και σε επίπεδο δυνατοτήτων.
Ήταν δίκη της πρόταση ο Ριχάρδος Β΄, συμβαδίζοντας βέβαια και με τη δίκη μου ανάγκη να συνδεθώ ξανά με το κλασικό ρεπερτόριο και ειδικά με τον Σαίξπηρ.
Η σχέση ζωής και δουλειάς με τον άνθρωπο που συμβιώνεις δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Υπάρχουν συγκρούσεις, υπάρχει ένα κεκτημένο δικαίωμα πάνω στη διαθεσιμότητα του άλλου που ακυρώνει τον προσωπικό χρόνο κ.λπ.
Στον αντίποδα όμως, αυτή η βαθιά γνώση του άλλου, λόγω της συμβίωσης, η ευκολία του να συζητάς για τη δουλειά ανά πάσα ώρα και στιγμή, ο κοινός στόχος κι η αγάπη στο να λάμψουμε κι οι δυο ξεδιπλώνοντας με τον καλύτερο τρόπο όλες μας τις δεξιότητες αλλά και να τις εξελίξουμε, λειτουργεί, καταληκτικά, ευεργετικά.
Εδώ η Μαρλέν σκηνοθετεί, σκηνογραφεί και ανασυνθέτει το κείμενο δραματουργικά, κρατώντας όλο τον λόγο του Σαίξπηρ ακέραιο χωρίς νεωτερισμούς και εξυπνακισμούς, που τόσο πολύ έχει υποφέρει απ’ αυτούς το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια.
Η Μαρλέν διάβασε το έργο ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, από ’κει δηλαδή που ο ήρωας βρίσκεται ήδη στη φυλακή κι έχει αρχίσει, πια απογυμνωμένος, να αναμετράται με τη συνολική του πορεία. Εκεί καλούμαι να παίξω πέρα από τον Ριχάρδο και τα υπόλοιπα πρόσωπα -τον θείο του, Γκαντ, και τον ξάδερφό του, Μπόλιμπροκ- που στοιχειώνουν την πορεία του. Αυτή η ακαριαία μεταμόρφωση που θα πρέπει να επιτευχθεί από μεριάς μου, βάζοντας τον Ριχάρδο να κάνει άμεσα μαζί τους όλη την διαλεκτική και αιτιακή πορεία του, είναι και το μεγάλο στοίχημα υποκριτικά για μένα».
Οι κριτικές για τον Προμηθέα, τον οποίο υποδυθήκατε τρία χρόνια πριν, ήταν διθυραμβικές. Πόσο ψηλά έχετε βάλει τον πήχη; Είναι κάτι που σας το υπαγορεύει ο ίδιος σας ο εαυτός ή οι προσδοκίες του κοινού;
«Θεωρώ ότι η αναμέτρηση του καθενός μας με τα μεγάλα κείμενα δεν θα πρέπει ούτε να γίνεται για να γίνεται, ούτε τυχαία. Ωριμάζοντας, ταυτόχρονα ως άνθρωπος κι ως ηθοποιός, έρχεται ως φυσικό επακόλουθο να θέλεις να εκφέρεις, να ερμηνεύσεις κείμενα και ρόλους όπου είναι σύννομα με την βαθύτερή σου ανάγκη.
Κι αυτό, για να μπορέσεις υποκριτικά να κοινωνήσεις στον θεατή με ακρίβεια την εμπειρία και τον λόγο των ηρώων που καλείσαι να ενσαρκώσεις. Έτσι συναντιέσαι ταυτόχρονα με όλους -έργο, προσωπική ανάγκη, θεατές».
Πώς αισθάνεστε για τη σημερινή Ελλάδα;
«Για την Ελλάδα, όπως πάντα περήφανος. Γιατί η Ελλάδα είναι ιδέα, είναι παγκόσμια μήτρα που όσο κι αν προσπαθεί κανείς να την καταστρέψει και να χαλκεύσει τη μακραίωνη ιστορία της και τον πολιτισμό της θα την βρίσκει σαν Νέμεση μπροστά του. Λέει σε μια αποστροφή του λόγου του ο Γκαντ (θείος του Ριχάρδου Β΄) στον Ριχάρδο: “Αχ ανιψιέ! Κι όλου του κόσμου αν ήσουν Βασιλιάς, θα ’ταν ντροπή να δώσεις με νοίκι αυτή την χώρα. Όμως, όταν για κόσμο σου δεν έχεις, παρά μονάχα την χώρα αυτή! Δεν είναι περισσότερο κι από ντροπή να την ντροπιάζεις έτσι!
Ένα λαμόγιο ήσουν! Όχι ο Βασιλιάς της. Ζήσε με την ντροπή σου! Μα όταν πεθάνεις, ας μην πεθάνει κι η ντροπή μαζί σου! Τούτα τα λόγια ας σε παιδεύουν πάντα!”. Αντιπαραβάλετε, τώρα, τη δική μας υποθήκευση – χρεωκοπία, Τρόικα, ΤΑΙΠΕΔ, Μακεδονία, κυριαρχικά, πνευματικά και αξιακά δικαιώματα για γενιές ολόκληρες- και θα δείτε πόσο τρομακτικά σύγχρονος και επίκαιρος γίνεται ο λόγος του Σαίξπηρ, φανερώνοντας το διαχρονικό έγκλημα των δικών μας εξουσιαστών!»
Βλέπετε κάτι ελπιδοφόρο στον ορίζοντα;
«Η ελπίδα είναι θνησιγενής, ήταν ό,τι απέμεινε στον πάτο του κουτιού της Πανδώρας, για να παρηγορείται ο άνθρωπος. Εγώ είμαι πιο πολύ του “συν Αθήνα και χείρα κίνει”. Μόνο οι πράξεις μας και η στάση μας θα μας βγάλουν στο φως!
Στο φως, από που είναι φτιαγμένη η μήτρα που μας γέννησε!
Και μιας που λέμε για πράξεις, ας κάνουμε το πιο απλό, αλλά εξαιρετικά επώδυνο και καταστροφικό για την πορεία μας ως τώρα, επειδή δεν το κάναμε.
Ας ξεγραφτούμε, για αρχή, από τους κομματικούς μηχανισμούς, τις ιδεολογίες και τους επαγγελματίες- ανεπάγγελτους κομματάρχες τους.
Κι ας τους αφήσουμε να μαραζώσουν χωρίς ακροατήριο, μέχρι να ξεραθούν.
Ας είναι αυτό το πρώτο ελάχιστο βήμα κι ίσως τότε, χωρίς πωλητές και πελάτες, αλλά πολίτες, να ξανά προσδιορίσουμε τον αξιακό μας κώδικα και τους άξιους!».
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Σκηνοθεσία-δραματουργία-σκηνογραφία: Marlene Kaminsky
Κατασκευή σκηνικού και σκηνικών αντικειμένων: Ρούλης και Γιώργος Αλαχούζος Πρωτότυπη μουσική: Constantine
Σχεδιασμός φωτισμού: Σεσίλια Τσελεπίδη
Φωτογραφίες: Δημοσθένης Γαλλής
Κινηματογράφηση trailer : Γιώργος Γεωργόπουλος - Multivision
Εκτέλεση παραγωγής: Πάνος Αγγελόπουλος
Δημόσιες σχέσεις: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Social media manager: Χριστίνα Αντωνοπούλου Παίζουν: Τάσος Νούσιας, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος
Φωνή της Βασίλισσας: Μάιρα Μηλολιδάκη
Πρεμιέρα: Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου στο Άλφα.Ιδέα (28ης Οκτωβρίου 37, Αθήνα, www.alfaidea.gr)
Μέχρι 11 Νοεμβρίου, κάθε Τετάρτη και Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00
Διάρκεια: 90 λεπτά
Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ (προπώληση), 15 ευρώ (ταμείο), 12 ευρώ (ΑΜΕΑ, φοιτητικό, μαθητικό, )
Προπώληση στο Viva.gr