Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Εν μέρει πέτυχαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Με τις αντιμεταναστευτικές κορόνες τους, οι ακροδεξιοί εθνικιστές Σουηδοί Δημοκράτες εξασφάλισαν το μεγαλύτερο έως σήμερα ποσοστό τους και κατάφεραν να κάνουν τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης έναν δύσκολο γρίφο για δυνατούς λύτες. Μία ακόμη επίθεση στη φιλελεύθερη δημοκρατία από τη λαϊκιστική δεξιά; Ασφαλώς. Στην περίπτωση της Σουηδίας ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό το συμπέρασμα. Αυτό που συνέβη και στο προοδευτικό μοντέλο της Σουηδίας - και συμβαίνει και σε άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης - είναι η διάβρωση της εκλογικής βάσης του λεγόμενου μεσαίου χώρου, και κυρίως της κεντροαριστεράς.
Οι εκλογές της Κυριακής ήταν οι πρώτες αφότου η κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών, υπό τον πρωθυπουργό Στέφαν Λέφεν, άνοιξε τα σύνορά της για 163.000 μετανάστες μετά την κρίση στην Ευρώπη, το 2015. Οι μεταναστευτικές ροές κατάφεραν να πολώσουν τους περίπου επτά εκατομμύρια ψηφοφόρους και να μεγεθύνουν την ανησυχία για το μέλλον του πρότυπου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο πολλοί αισθάνονταν ήδη ότι είναι καταπονημένο.
Μεγάλες λίστες αναμονής για μία χειρουργική επέμβαση, ελλείψεις σε γιατρούς και εκπαιδευτικούς, αλλά και μία αστυνομική δύναμη συχνά αδύναμη να αντιμετωπίσει τα περιστατικά βίας – πολλές φορές σε περιοχές με πολλούς μετανάστες – όλα μαζί και καθένα χωριστά συνετέλεσαν στο να κλονιστεί σοβαρά η πίστη στο ζηλευτό σουηδικό μοντέλο.
Η μετανάστευση, η ένταξη και η κοινωνική πρόνοια κυριάρχησαν στον πολιτικό διάλογο όλο αυτό το διάστημα, ανοίγοντας τον δρόμο στους Σουηδούς Δημοκράτες να μετατρέψουν αυτήν την εκλογική μάχη σε ένα άτυπο δημοψήφισμα ανάμεσα στη μετανάστευση και τις κοινωνικής δαπάνες.
Από τις χθεσινές κάλπες προέκυψε μία σαφώς ενισχυμένη ακροδεξιά, με ένα ποσοστό 18% - αν και οι Σουηδοί Δημοκράτες ήλπιζαν σε ένα ποσοστό που θα ξεπερνούσε το 20%. Η επιτυχία τους αυτή ωστόσο δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της αντιμεταναστευτικής εμμονής τους. Αυτό που τους βοήθησε αρκετά, σχολιάζουν οι «Financial Times», είναι ότι η επί δεκαετίες ηγεμονία της κεντροαριστεράς πρωτίστως και της κεντροδεξιάς δευτερευόντως έκαναν τα κόμματα του κέντρου όμοια και απαράλλακτα στη συνείδηση των Σουηδών ψηφοφόρων.
Για τους Σοσιαλδημοκράτες πάλι, οι οποίοι με ένα μικρό διάλειμμα κυριαρχούν επί δεκαετίες στα πολιτικά πράγματα της χώρας, τα εκλογικά αποτελέσματα συνιστούν τη μεγαλύτερη εκλογική ήττα τους από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (40,6%). Είναι ίσως παρήγορο ότι τα αδελφά κόμματα σε άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης βρίσκονται στην ίδια, αν όχι σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Τα παραδοσιακά κόμματα, όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, απέτυχαν από το 2008, που ξέσπασε η οικονομική κρίση, και το 2015, που ξέσπασε η προσφυγική, να ανταποκριθούν στη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων. Η Σουηδία δεν είναι η μόνη χώρα όπου η πίστη στο πολιτικό σύστημα έχει χαθεί. Ούτε η μοναδική που είναι βαθιά διχασμένη για το πώς θα αντιμετωπιστεί το μεταναστευτικό με τις συνεπακόλουθες πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις του.
Στο άμεσο μέλλον ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Σουηδία είναι μία κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία θα δυσκολευτεί πολύ να αντιμετωπίσει τις σοβαρές προκλήσεις, την εκπαίδευση, το κράτος πρόνοιας κ.λπ. Το νέο πολιτικό σκηνικό της Σουηδίας, στο οποίο η πολιτική ισχύς είναι πλέον κατακερματισμένη, κάνει κάθε υπολογισμό περίπλοκο. Πολύ δε περισσότερο με μία ενισχυμένη ακροδεξιά, η οποία αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στο σουηδικό κοινοβούλιο.