Από την έντυπη έκδοση
του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Είναι η ερώτηση που δέχεται σήμερα κάθε δημοσιογράφος, αναλυτής, πολιτικός και τεχνοκράτης. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.
Η περικοπή της κρατικής δαπάνης για τις συντάξεις -1% του ΑΕΠ και σε ετήσια βάση- αποτελεί νόμο του κράτους με την έγκριση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Είτε είναι μεταρρύθμιση, είτε είναι νεοφιλελεύθερη θηλιά στον λαιμό των συνταξιούχων, το μέτρο δεν ψηφίστηκε με αστερίσκους, ούτε συνδέθηκε με την πορεία των εσόδων και εξόδων του κράτους.
Οι θεσμοί το εισηγήθηκαν, και η κυβέρνηση το νομοθέτησε, ως παρέμβαση πρωτίστως διαρθρωτική. Λόγω του βάρους που δημιουργεί μέσω φόρων και εισφορών αυτό το ύψος της δαπάνης για τις συντάξεις (16% του ΑΕΠ) σε αυτήν την οικονομία. Επίσης, υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεδομένης της προσωπικής διαφοράς που δημιουργεί συνταξιούχους δύο ταχυτήτων.
Δεν εξετάζουμε όμως εδώ αν πρέπει ή δεν πρέπει να εφαρμοστεί το μέτρο επί της ουσίας. Εξετάζουμε το περίβλημα, τον συμβολισμό και τελικά την πολιτική διάσταση της υπόθεσης. Έχει κι αυτή τη σημασία της.
Η περικοπή τέθηκε ως προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και κατ’ επέκταση για την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα. Αμέσως μετά, η κυβέρνηση χαρακτηρίζει αχρείαστη την εφαρμογή του μέτρου και διαμηνύει ότι θα επιχειρήσει την ανατροπή του. Ως εδώ τίποτα δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της αντίληψης που τη διέπει ως προς τη σημασία της εθνικής αξιοπιστίας και τον τελικό της αντίκτυπο στην οικονομία, όπως αυτός αποτυπώνεται επαρκώς στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου· καθιστά απαγορευτικό τον δανεισμό από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές όχι απλώς για το δημόσιο αλλά για τον ιδιωτικό τομέα που καλείται να συντηρήσει τις σημερινές θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Αυτό που αντιθέτως παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι το παράθυρο που αφήνουν ανοιχτό οι θεσμοί για μια πιθανή ακύρωση ή αναστολή… για 6 μήνες της εφαρμογής του μέτρου. Ολημερίς και ολονυκτίς οι θεσμοί προβαίνουν σε παραινέσεις για μη αντιστρεψιμότητα στα συμφωνηθέντα και τις μεταρρυθμίσεις, επικαλούμενοι την ανάγκη η χώρα να στείλει το σωστό μήνυμα και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών ως προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας. Τα λόγια είναι δικά τους.
Τι άλλαξε σήμερα και παράγοντες-κλειδιά της Ευρωζώνης αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να συζητηθεί ξανά το θέμα; Ετοιμάζουν κάποιο «δώρο» και δη προεκλογικό στην κυβέρνηση Τσίπρα; Δύσκολο. Μήπως απλώς τη βλέπουν αμετακίνητη στην εξαγγελία της, με 24 δισ. αποθεματικό στις «τσέπες» της, και χαμηλώνουν την ένταση για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις; Είναι κι αυτό ένα σενάριο.
«Θα κοπούν λοιπόν οι συντάξεις;». Η απάντηση είναι «ναι, αλλά για σιγουριά ρωτήστε αυτούς που τις επέβαλαν». Άγνωσται καμιά φορά αι βουλαί τους, κρίνοντας από το παιχνίδι που είναι σε εξέλιξη, στις πλάτες των συνταξιούχων.