Από την έντυπη έκδοση
της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Το θρησκευτικό συναίσθημα καταλαμβάνει μεγάλο χώρο στην αμερικανική κοινωνία. Έγινε περισσότερο από σαφές πριν από δύο χρόνια, όταν κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ μία μερίδα πολιτικών αναλυτών επέμενε μέχρι κεραίας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορούσε να κερδίσει τη μάχη των προεδρικών εκλογών. Οι Ευαγγελικοί, εξηγούσαν, ένα συντηρητικό θρησκευτικό ρεύμα το οποίο αποτελεί το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού, δεν θα ψήφιζε ποτέ έναν φιλελεύθερο μεγιστάνα του Real Estate. Εν τέλει, ο Τραμπ εξασφάλισε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% της ευαγγελικής ψήφου. Και μπήκε στον Λευκό Οίκο.
Αυτό το ρεύμα περιλαμβάνει τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Αμερικανού προέδρου στο πρωτοφανές μπρα ντε φερ που έχει ανοίξει με την Άγκυρα για την απελευθέρωση του πάστορα Άντριου Μπράνσον. Για τους Ευαγγελικούς, ο Τραμπ δούλεψε πολύ περισσότερο από τον προκάτοχό του Μπαράκ Ομπάμα σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον ψήφισαν το 2016. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα τον ψηφίσουν στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Στη συνείδησή τους, το γεγονός ότι μόλις μία εβδομάδα μετά τις πρώτες απειλές για κυρώσεις ο Τραμπ πέρασε στο διά ταύτα «στέλνει σαφέστατο μήνυμα σε όλο τον κόσμο ότι η θρησκευτική ελευθερία έχει αξία», σχολιάζει στους «Financial Times» μέλος συμβουλευτικής επιτροπής Ευαγγελικών, φίλα προσκείμενης στον Αμερικανό πρόεδρο.
Όσο λοιπόν οι Ευαγγελικοί προσεύχονται και ελπίζουν ότι η σκληρή αμερικανική στάση απέναντι στην Άγκυρα θα εξασφαλίσει την ελευθερία του χριστιανού πάστορα που κρατείται σε μία μουσουλμανική χώρα, ο Τραμπ συνεχίζει ακάθεκτος με το βλέμμα στις ενδιάμεσες εκλογές. Καθώς οι δημοκρατικοί ψηφοφόροι επιλέγουν ήδη με μεγάλη συμμετοχή τους υποψηφίους τους, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει έναν στόχο: να μην αφήσει το Κογκρέσο στα χέρια των αντιπάλων του.
Ακόμη όμως και αν αυτή η ιστορία σβήσει σταδιακά μετά τον Νοέμβριο, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τα αποτελέσματα μιας τέτοιας διπλωματικής σύγκρουσης με τόσο υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης και από τις δύο πλευρές.
Στο όνομα της αποκατάστασης της οθωμανικής μεγαλοπρέπειας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διεμήνυσε εμμέσως πλην σαφώς ότι θα αναζητήσει νέους συμμάχους. Επιδιώκει την υποστήριξη των Ευρωπαίων. Η απόσυρση όμως της Γαλλίας και της Γερμανίας από την πρόταση Εντογάν για τετραμερή συνάντηση με τη Ρωσία, τον Σεπτέμβριο, για τη Συρία, είναι ενδεικτική της αμηχανίας αμφότερων, Παρισιού και Βερολίνου, σχολιάζει η «Monde».
Μένει ένας αδιαφιλονίκητος νικητής: η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Έστω και αν η Μόσχα δεν είναι εκείνη που θα ανοίξει την αγκαλιά της στην πληγωμένη οικονομικά Τουρκία, βλέπει κάθε μέρα να χτίζεται ο στρατηγικός της στόχος, η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ.