Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι αισιόδοξος. Η Τουρκία θα περάσει την καταιγίδα, πιστεύει ή θέλει να πιστεύει έστω και αν έχει κάθε λόγο να ανησυχεί: η διπλωματική ένταση με τις ΗΠΑ κλιμακώνεται, η χώρα του βυθίζεται στη νομισματική κρίση και ως γνωστόν η δική του δημοτικότητα οφείλεται κυρίως στην οικονομική ευημερία της Τουρκίας.
Αντιμέτωπος με αυτή την αμερικανική «πολιτική συνομωσία», τις «επιθέσεις εις βάρος της τουρκικής οικονομίας, οι οποίες είναι πιθανόν να συνεχιστούν για λίγο ακόμη», κατά τα λεγόμενα του ίδιου, ο Τούρκος πρόεδρος δεσμεύεται να κοιτάξει μπροστά σε νέες συμμαχίες. Θα σπρώξει αυτή η πραγματική κρίση την Άγκυρα, μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, στην αγκαλιά της Ρωσίας; Δεν είναι απλό, συνομολογούν πολιτικοί αναλυτές.
Καθώς η λίρα κατρακυλούσε τη «μαύρη Παρασκευή», ο Ερντογάν τηλεφώνησε στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Άγκυρα επιδιώκει ενδεχομένως στενότερες οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι η όποια βοήθεια της Ρωσίας δεν θα είναι ανιδιοτελής.
«Ο οικονομικός αντίκτυπος θα είναι σοβαρός. Δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσεις την ελεύθερη αγορά με δάνεια υπό όρους», εξηγεί στο «Politico» ο Ατίλα Γιεσιλάντα, πολιτικός αναλυτής στην Κωνσταντινούπολη. «Ο τουρκικός λαός θα υποστεί τις συνέπειες και θα αρχίσει να καταριέται τον Ερντογάν», προσθέτει.
Η οικονομική αυτή κρίση είναι η στιγμή που η τουρκική αντιπολίτευση ονειρευόταν. Και αν αντιπολίτευση και μέσα ενημέρωσης δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών πλέον, οι ίδιοι οι ψηφοφόροι που χάρισαν στον Ερντογάν την απόλυτη εξουσία στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου θα είναι εκείνοι που θα τον τιμωρήσουν στις τοπικές εκλογές του Μαρτίου του 2019.
Η θέση του σουλτάνου είναι διασφαλισμένη έως το 2023. Εάν ωστόσο χάσει την υποστήριξη σημαντικών πόλεων, όπως η Κωνσταντινούπολη όπου η επαφή με τον κόσμο είναι άμεση, κατά τον Γιεσιλάντα, αυτό θα είναι ένα ισχυρό πλήγμα για τον Ερντογάν.
naftemporiki.gr